τοῦ Ἀρχιμανδρίτη π. Κυρίλλου, Καθηγουμένου Ἱερᾶς Μονῆς Ὁσίου Δαυὶδ ΕὐβοίαςὉ γέροντας γεννήθηκε στὶς 5 Νοεμβρίου 1920 ἀπὸ εὐσεβεῖς γονεῖς. Τὴν Θεο­δώρα ἀπὸ τὸ Λιβίσι τῆς Μικρᾶς Ἀσίας καὶ τὸν Σταῦρο ἀπὸ τὴν Ρόδο. Ἡ οἰκογένεια τῆς μητέρας τοῦ ἦταν γνω­στοὶ στὸ Πατριαρχεῖο, εὐερ­γέτες τῶν σχολείων τῆς Μάκρης καὶ μὲ σπουδαία ἐκκλη­σιαστικὴ παράδοση. Στὶς ἀρ­χὲς τοῦ 1922 «Τοῦρκοι πιάσανε τὸν πατέρα τοῦ ὁ ὁποί­ος ὁδηγήθηκε στὰ βάθη τῆς Ἀσίας. Μετὰ τὴν καταστρο­φὴ ἡ οἰκογένεια τοῦ ἀκολού­θησε τὸν σκληρὸ δρόμο τῆς προσφυγιᾶς. Τὸ καράβι τοὺς μετέφερε στὴν Ἰτέα καὶ ἀπὸ ἐκεῖ πῆγαν στὴν Ἀμφισσα Ε­κεί γιὰ καλή τους τύχη τὸ 1925 βρῆκαν τὸν πατέρα τοῦ μικροῦ Ἰακώβου καὶ μαζὶ πλέ­ον ἡ οἰκογένεια μετακινήθη­κε στὸ χωριὸ Φαράκλα τῆς Εὔβοιας. Ὁ μικρὸς Ἰάκωβος ἤ­ταν ἑπτὰ χρονῶν καὶ εἶχε μά­θει ἀπέξω τὴν θεία Λειτουρ­γία χωρὶς νὰ γνωρίζει γράμ­ματα. Τὸ 1927 πῆγε σχολεῖο καὶ διακρίθηκε γιὰ τὶς ἐπιδό­σείς του. Ἡ ἀγάπη του γιὰ τὴν ἐκκλησία ἦταν ἔκδηλη. Τὴν ἴ­δια χρονιὰ ἐμφανίσθηκε μπροστά του ἡ Ἁγία Παρασκευὴ καὶ τοῦ φανέρωσε τὸ λαμπρὸ ἐκκλησιαστικό του μέλλον ἐνῶ συχνὰ διάβαζε εὐχές, προσευχόταν καὶ θε­ράπευε συγχωριανούς του. Τὸ 1933 τελείωσε τὸ δημοτικὸ ἀλλὰ οἱ οἰκονομικὲς δυσκολίες τῆς οἰκογένειάς του δὲν τοῦ ἐπέτρεψαν νὰ συνεχίσει στὸ γυμνάσιο. Ἀκολούθησε τὸν πατέρα του στὴν δουλειά του.
Ὁ μητροπολίτης Χαλκίδος ἐντυπωσιασμένος ἀπὸ τὸ ψάλσιμο τοῦ τὸν χειροθέτησε ἀναγνώστη. Ἀπὸ τὸ 1938 καὶ μετὰ ἡ ζωὴ τοῦ ἦταν καθαρὰ ἀσκητική. Ἔτρωγε λί­γο, κοιμόταν ἐλάχιστα, προ­σευχόταν συνεχῶς καὶ δού­λευε σκληρά. Τὰ βάσανα καὶ οἱ κακουχίες τῆς κατοχῆς τα­λαιπώρησαν τοὺς...
ἄτυχους πρόσφυγες. Τὸν Ἰούλιο τοῦ 1942 πέθανε ἡ μητέρα τοῦ προλέγοντάς του ὅτι θὰ γίνει ἱερέας.
Τὸ 1947 ὁ Ἰάκωβος πῆγε στρατιώτης. Τὰ πειράγ­ματα τῶν συναδέλφων του ποὺ τοῦ εἶχαν βγάλει τὸ παρατσούκλι ὁ «πάτερ Ἰάκω­βος» ἀλλὰ καὶ ὁ χλευασμός τους δὲν τὸν πτοοῦσαν. Ὁ δι­οικητὴς τοῦ τὸν ἐκτιμοῦσε ἰ­διαίτερα καὶ ἦταν ἀπὸ τοὺς λίγους ποὺ κατάλαβε τὸ λαμπρὸ μέλλον ποὺ θὰ εἶχε τὸ νεαρὸ προσφυγόπουλο. Με­τὰ τὴν ἀπόλυσή του ἀπὸ τὸ στρατὸ (1949) ὁ Ἰάκωβος σὲ ἡλικία 29 χρονῶν χάνει καὶ τὸν πατέρα του. Ὁ ἀγώνας τοῦ τώρα γιὰ νὰ ἀποκατα­στήσει τὴν ἀδελφὴ γίνεται ἐντονότερος, χωρὶς ὅμως νὰ παραμελεῖ αὐτὸ τὸ ὁποῖο πο­θεῖ ἀπὸ τὰ παιδικά του χρό­νια. Νὰ γίνει μοναχός.
Ἔχοντας ἐκπληρώσει τὴν ἐπιθυμία τῆς μητέρας του, νὰ παντρέψει τὴν ἀδελφή του τὸ Νοέμβριο τοῦ 1952 προ­σέρχεται στὸ μοναστήρι τοῦ Ὁσίου Δαβὶδ στὶς Ροβιές, γιὰ νὰ ἐκπληρώσει καὶ τὴν δική του ἐπιθυμία Σὲ ἡλικία 32 ἐ­τῶν πλέον ὁ Ἰάκωβος γίνεται δόκιμος μοναχὸς καὶ στὶς 19 Δεκεμβρίου 1952 στὴν Χαλ­κίδα ὁ Μητροπολίτης Γρηγόριος τὸν χειροτόνησε ἱερέα. Ἔτσι συνέχισε ἡ ζωὴ τοῦ ἀ­σκητῆ Ἰάκωβου, ἐργασία στὸ μοναστήρι, προσευχὴ στὸ ἀσκητήριο τοῦ Ὁσίου Δαβίδ, οἱ θεοπτίες καὶ θαύματα τὰ ὀ­ποία μὲ τὸν καιρὸ πλήθαιναν. Ὁ βαθμὸς ἄσκησης τοῦ ἦλθε σὲ ὑψηλὰ πνευματικὰ ἐπιπε­δα καὶ πολλὲς φορὲς οἱ δαί­μονες τὸν ἔδειραν βάναυσα. Ὁ ἴδιος ἔβλεπε καὶ συνομι­λοῦσε συχνὰ μὲ τοὺς ὁσίους Δαβὶδ καὶ Ἰωάννη Ρῶσο, ἐνῶ τὸ προορατικό του χάρισμα ἦταν σπουδαῖο. Τὸν Αὔγου­στο τοῦ 1963 μὲ θαυμαστὸ τρόπο ταΐσε μὲ δυόμισι ὀκά­δες μανέστρα, 75 ἐργάτες μὲ πλουσιοπάροχες μερίδες καὶ περίσσεψε καὶ μισῆ κα­τσαρόλα.!
Στὶς 25 Ἰουνίου 1975 ὁ γέροντας Ἰάκωβος ἀνέλαβε τὸ πηδάλιο τῆς μονῆς τῆς μετανοίας του. Ἀπὸ τὴν λιτοδίαιτη καὶ ἀσκητικὴ ζωὴ ἡ ὑγεία τοῦ ἄρχισε νὰ κλονίζεται. Οἱ φλέβες τοῦ ποδιῶν τοῦ ἦταν σάπιες, ἔκανε ἐγ­χείριση Βουβωνοκήλης, σκω­ληκοειδίτιδας, προστάτη, καρδιᾶς καὶ σύμφωνα μὲ τὶς μαρτυρίες τοῦ καθηγητῆ Κρεμαστινοῦ ποὺ τοῦ ἔβαλε τὸν βηματοδότη «..ἡ θεία δύνα­μη κρατοῦσε τὸν παππού..».
Ἀπὸ τὸ 1990 καὶ μετὰ ὁ γέ­ροντας δὲν εἶχε πλέον δυ­νάμεις καὶ οἱ κρίσεις στὴν ὑ­γεία τοῦ αὐξήθηκαν. Τὸν Σεπτέμβριο τοῦ 1991 μετὰ ἀπὸ μικροεμφράγματα νοσηλεύθηκε στὸ Γενικὸ Κρατικό. Ε­πιστρέφοντας στὴν μονὴ ἔ­παθε φλεγμονὴ ἡ ὁποία ἐξε­λίχτηκε σὲ πνευμονία Ὁ ἴδιος εἶχε διαισθανθεῖ τὸ τέλος του. Τὸ πρωὶ τῆς 21ης Νοεμ­βρίου 1991 πῆγε στὴν ἀκο­λουθία, ἔψαλε καὶ κοινώνη­σε. Μετὰ ἐξομολόγησε μερικοὺς πιστοὺς καὶ ἔκανε τὸν γύρο τῆς μονῆς ἐσωτερικὰ καὶ ἐξωτερικά. Τὸ μεσημέρι ἐξομολόγησε μία πνευματι­κὴ τοῦ κόρη, ἐνῶ τὸν ὑποτα­κτικὸ τοῦ Ἰλαρίωνα, τὸν ὁποῖον ἐκείνη τὴν μέρα θὰ χει­ροτονοῦσε σὲ ἱεροδιάκονο ὁ μητροπολίτης Χαλκίδος. Μό­λις ἦλθαν οἱ πατέρες ὁ γέ­ροντας προσπάθησε νὰ σηκωθεῖ, ἀλλὰ ζαλίστηκε. Ἡ ἀναπνοὴ τοῦ βάρυνε, ὁ σφυγ­μὸς τοῦ ἐξασθένησε καὶ ἀπὸ τὰ χείλη τοῦ βγῆκε ἕνα μικρὸ φύσημα. Ὁ γέροντας εἶχε πά­ρει πλέον τὸν δρόμο γιὰ τὴν μακαρία ζωή.
Οἱ λαϊκοὶ ποὺ εἰδοποιήθηκαν γῆ τὴν κηδεία τοῦ ἦταν ἐλάχιστοι. Τὰ τηλε­φωνα πῆραν φωτιὰ ὁ ἕνας στὸν ἄλλο μετέδιδαν τὸ θλι­βερὸ γεγονός. Τὴν ἑπόμενη μέρα χιλιάδες κόσμου κατέ­κλυσαν τὸ μοναστήρι, κληρι­κοὶ ὅλων τῶν βαθμίδων, πνευματικοπαίδια τοῦ γέροντα ἀπὸ ὅλη τὴν Ἑλλάδα, ἦλθαν νὰ δώσουν τὸν τελευταῖο ἀ­σπασμό. Ἡ αὐλὴ τῆς μονῆς ἤ­ταν κατάμεστη. Ἡ νεκρώσι­μος ἀκολουθία ἐψάλη στὸ ὕ­παιθρο καὶ μετὰ ἀπὸ τοὺς ἐπικήδειους λόγους, ὁ πρώην Κεφαλληνίας Προκόπιος εἴ­πε νὰ ὑψώσουν τὸ φέρετρο ψηλὰ νὰ δοῦν οἱ πιστοὶ τὸν Ὅσιο γέροντα. Μόλις ἐφάνη τὸ ἱερὸ λείψανο μὲ μία φωνὴ οἱ χιλιάδες τῶν πιστῶν κραύ­γασαν « Ἅγιος, Ἅγιος». Σήμερα 20 χρόνια ἀκριβῶς με­τὰ ἀπὸ ἐκείνη τὴν ἡμέρα ποὺ γράφονται οἱ γραμμὲς αὐτές, ἔχει γίνει πλέον πεποίθηση σὲ ὅλη τὴν Ἑλλάδα ὅτι ὁ γέ­ροντας Ἰάκωβος μὲ τὰ δεκα­δες μετὰ θάνατον τοῦ θαύ­ματα, ἔχει καταταγεῖ στὴν χο­ρεία τῶν Ἁγίων. Μένει νὰ τὸ ἀντιληφθοῦν καὶ οἱ ἐκκλη­σιαστικοὶ μᾶς ταγοὶ καὶ νὰ τοῦ δώσουν καὶ αὐτοὶ τὴν θέση ποὺ τοῦ ἁρμόζει καὶ ἐπι­σημα στὴν ἱεραρχία τῆς Ὀρ­θόδοξης Ἐκκλησίας.
Ἐμεῖς αἰτούμεθα ἀπὸ τὸν γέροντα Ὅσιο Ἰάκωβο νὰ μᾶς προστα­τεύει καὶ νὰ πρεσβεύει ὑπὲρ ἠμῶν στὸν Κύριο καὶ Θεό μας.
Γέροντας