Χριστιανὸς Ὀρθόδοξος Ἀνάδοχος (Ἃ' Μέρος) Γράφει ὁ Ἄρχ. Ἰωὴλ ΚωνστάνταροςὍπως ὅλοι γνωρίζουμε καὶ ζοῦμε, ἡ Ἁγία μας Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, τὸ Σῶμα δήλ. τοῦ Χριστοῦ, εἶναι Ἐκκλησία τῶν Μυστηρίων.
Τὸ πρῶτο ἀπὸ τὰ μυστήρια, τὸ εἰσαγωγικὸ μυστήριο, ποῦ μᾶς εἰσάγει καὶ μᾶς κάνει ὀργανικὰ μέλη τῆς Ἐκκλησίας, εἶναι τὸ μυστήριο τοῦ Βαπτίσματος. Στὴν Π.Δ. ἔχουμε τύπους τοῦ πραγματικοῦ Βαπτίσματος, μὲ τελευταῖο τὸ βάπτισμα μετανοίας τοῦ ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Προδρόμου, ὁ ὁποῖος κλείνει τὴν Π.Δ. καὶ ἀνοίγει τὴν Κ. Διαθήκη. «Ἰωάννης ἐβάπτισεν βάπτισμα μετανοίας τῷ λαῶ λέγων εἰς τὸν ἐρχόμενον μετ’ αὐτὸν ἴνα πιστεύσωσιν, τούτ’ ἔστιν εἰς τὸν Ἰησοῦν» (Πράξ. 19,4). Ὁ Ἰωάννης βάπτισε βάπτισμα μετανοίας καὶ ἔλεγε στὸ λαὸ νὰ πιστεύουν σ’ Ἐκεῖνον ποῦ ἔρχεται μετὰ ἀπὸ αὐτόν, δήλ. στὸν Ἰησοῦ Χριστό. Ὁ Ἴδιος ὁ Ἰησοῦς Χριστὸς μὲ τὸ παράδειγμά Του ἁγίασε τὸ Βάπτισμα, ὅταν βαπτίστηκε ἀπὸ τὸν Ἰωάννη τὸν Βαπτιστὴ στὸν Ἰορδάνη ποταμό.
Τέλος, ὁ Ἴδιος ὁ Κύριος Ἰησοῦς Χριστός, μετὰ τὴν ἀνάστασή Του, δίνει στοὺς Ἀποστόλους τὴν τελευταία Του ἐντολή: «Πορευθέντες οὒν μαθητεύσατε πάντα τὰ ἔθνη, βαπτίζοντες αὐτοὺς εἰς τὸ ὄνομα τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος» (Μάτθ. 20, 18-19). Πηγαίνετε καὶ κάνετε ὅλο τὸν κόσμο μαθητές μου, βαπτίζοντες αὐτοὺς στὸ ὄνομα τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος.
Αὐτὴ τὴ θεία ἐντολὴ τοῦ βαπτίσματος, ἡ Ἐκκλησία μας τὴν τηρεῖ ἐξ ἀρχῆς καὶ φυσικὰ θὰ συνεχίσει νὰ...
τὴν ζεῖ καὶ νὰ τὴν ἐφαρμόζει μέχρι συντελείας τῶν αἰώνων.
Τὸ μυστήριο τοῦ Βαπτίσματος εἶναι ἀναγκαῖο καὶ ὑποχρεωτικὸ γιὰ τὴ σωτηρία τῶν ἀνθρώπων, γι’ αὐτὸ καὶ δὲν ἀμφισβητεῖται ἀπὸ κανέναν πιστὸ Χριστιανό, ποῦ γνωρίζει ἔστω καὶ στοιχειωδῶς κάποια πράγματα τῆς Χριστιανικῆς ζωῆς.
***
Ἐκεῖνο ὅμως γιὰ τὸ ὁποῖο χρειάζεται νὰ μιλήσουμε καὶ τὸ ὁποῖο ἔχει ἄμεση σχέση μὲ τὸ ἴδιο τὸ μυστήριο τοῦ βαπτίσματος, εἶναι τὸ θέμα «ἀνάδοχος».
Τί εἶναι ὁ ἀνάδοχος; πότε ἐμφανίζεται στὴ ζωὴ τῆς Ἐκκλησίας; καὶ ποιὲς εἶναι οἱ ὑποχρεώσεις του;
Εἶναι ἀνάγκη νὰ ἐξετάσουμε τὶς πτυχὲς τοῦ θέματος αὐτοῦ, διότι, δυστυχῶς, ἀρκετοὶ εἶναι οἱ Χριστιανοὶ ποῦ ἀναλαμβάνουν τὴν εὐθύνη του νὰ γίνουν ἀνάδοχοι (νονοί), χωρὶς νὰ γνωρίζουν τὶς σοβαρὲς ὑποχρεώσεις καὶ εὐθύνες ποῦ συνεπάγεται ἡ πράξη τοὺς αὐτή, νομίζοντας ὅτι τὸ νὰ βαπτίσει κανεὶς ἕνα παιδὶ ἢ ἕναν μεγάλο ἄνθρωπο, αὐτὸ δὲν εἶναι παρὰ μιὰ κοινωνικὴ ἐκδήλωση, ποῦ σκοπὸ ἔχει νὰ συνδέσει περισσότερο φιλικὰ τὶς οἰκογένειες καὶ τοὺς ἀνθρώπους. Πιστεύουν δήλ. ὅτι τὸ μυστήριo τοῦ βαπτίσματος καὶ τὸ νὰ γίνει κανεὶς νονός, εἶναι ἁπλὰ μιὰ κοινωνικὴ ἐκδήλωση.
Ἂς δοῦμε λοιπόν: α) Τί εἶναι ὁ ἀνάδοχος (ὁ νονὸς ἢ ἡ νονὰ) καὶ πότε ἐμφανίστηκε.
Ἀνάδοχος εἶναι τὸ πρόσωπο, ἄνδρας ἢ γυναίκα, ποῦ στέκεται ἐγγυητὴς στὴν Ἐκκλησία γιὰ τὴν πίστη τοῦ βαπτιζομένου καὶ ἀναλαμβάνει τὴ φροντίδα μετὰ τὸ βάπτισμα νὰ τὸν στερεώνει στὴν Χριστιανικὴ πίστη.
Ὁ θεσμὸς αὐτὸς τοῦ ἀναδόχου ἐμφανίζεται στὴ μορφὴ ποῦ γνωρίζουμε γιὰ πρώτη φορὰ τὸν β΄ αἵ. Βλέπουμε τὰ στοιχεῖα του νὰ ὑπάρχουν ἐξ ἀρχῆς στὴ ζωὴ τῆς Ἐκκλησίας, ὅπως μᾶς περιγράφει ὁ Λουκᾶς στὶς Πράξεις τῶν Ἀποστόλων. Ὅταν ὁ Ρωμαῖος ἑκατόνταρχος Κορνήλιος ἔδειξε τὴν ἐπιθυμία νὰ βαπτιστεῖ, ὁ ἄπ. Πέτρος, θεώρησε πολὺ βασικὸ νὰ ρωτήσει τοὺς ἀπεσταλμένους τοῦ ἑκατόνταρχου γιὰ τὸ ποιὸν τοῦ ἄνθρωπου. Φυσικὰ ὅλοι μαζὶ βεβαίωσαν ὅτι ἦταν δίκαιος, ἀξιόπιστος, «φοβούμενος τὸν Θεὸν καὶ μαρτυρούμενος ἀπὸ ὅλον τὸ ἔθνος τῶν Ἰουδαίων» (Πράξ. 10,22).
Ὁ θεσμὸς λοιπὸν τοῦ ἀναδόχου ξεκινᾶ ἀπὸ μία βασικὴ ἐκκλησιαστικὴ προϋπόθεση. Ὅτι ὁ ὑποψήφιος πρέπει νὰ εἶναι ἐχέγγυος, γνωστός, νὰ ἔχει δώσει καλὴ μαρτυρία πρὸς τὰ ἔξω, νὰ ἔχει δήλ. δώσει δείγματα ἀκεραιότητας καὶ εἰλικρινῶν διαθέσεων γιὰ τὴν Χριστιανικὴ πίστη καὶ ζωή, ποῦ θὰ λάβει μὲ τὸ βάπτισμα. Ἀλλὰ καὶ ἡ ἴδια ἡ πρώτη χριστιανικὴ κοινότητα δείχνει μεγάλο ἐνδιαφέρον καὶ θετικὸ προβληματισμὸ γιὰ τοὺς Ἐθνικούς, μὲ καλὲς διαθέσεις, ποῦ ζητοῦσαν νὰ ἐνταχθοῦν στὴν νέα πίστη. Αὐτὸ τὸ βλέπουμε καθαρὰ στὶς συζητήσεις τῆς Ἀποστολικῆς Συνόδου τῶν Ἱεροσολύμων τὸ 49 μ.Χ. ἀλλὰ καὶ στὶς ἐπιστολὲς τοῦ ἄπ. Παύλου.
Ἀπὸ τὴν περιγραφὴ ποῦ ἐκθέτει ὁ Λουκᾶς στὸ 10 κέφ. τῶν Πράξεων, βλέπουμε τὴν ἀναγκαία συλλογὴ πειστικῶν ἀποδείξεων πρὶν ἀπὸ τὴν Κατήχηση καὶ τὴν Βάπτιση. Ἐμφανίζεται καὶ ἑδραιώνεται ὁ ἀνάδοχος, ποῦ θὰ καθιερωθεῖ κατὰ τὸν β΄αἵ. Ὅπως δήλ. τὸ καθ’ αὐτὸ τελετουργικό της Ἐκκλησίας μας, ξεκίνησε μὲ οὐσιώδη σπερματικὴ μορφὴ στὶς πρῶτες Χριστιανικὲς κοινότητες καὶ κατόπιν ἁπλώθηκε σὰν «δένδρον εὐσκιόφυλλον», τὸ ἴδιο συνέβη καὶ μὲ τὸν ἀνάδοχο στὸ θέμα τοῦ βαπτίσματος.
Ὁ πρῶτος ποῦ κάνει εἰδικὴ ἀναφορὰ γιὰ ἀνάδοχο εἶναι ὁ Τερτυλλιανὸς στὸ ἔργο τοῦ (De baptismo). Ἀκόμα ὁ Ἰππόλυτος Ρώμης παρουσιάζει μὲ ἀνεπτυγμένη μορφὴ τὸν σημαντικώτατο ρόλο τοῦ ἀναδόχου, ὅπως αὐτὸς ὑπάρχει στὴν ἀποστολικὴ παράδοση ποῦ κατέχει.
Αὐτὸς ὅμως ποῦ μὲ ἀπαράμιλλο ὕφος περιγράφει τὴ φυσιογνωμία τοῦ ἀναδόχου καὶ ἄρα τὴν ἀναγκαιότητά του γιὰ τὸ βάπτισμα, δὲν εἶναι ἄλλος ἀπὸ τὸν Ἱερὸ Χρυσόστομο.
Ὅπως γνωρίζουμε, στὴν ἀρχὴ βαπτίζονταν καὶ σὲ μεγάλη ἡλικία, διότι ὥριμοι ἄνθρωποι γνώριζαν τὸ Χριστὸ καὶ πίστευαν, ἀλλὰ καὶ διότι εἶχε ἐπικρατήσει μιὰ τάση νὰ ἀναβάλλουν τὸ βάπτισμα, ὅσοι πίστευαν στὸ Χριστό, γιὰ τὸ τέλος τῆς ζωῆς τους.
Τὸ ἐλατήριο ἦταν ὅτι, ἐπειδὴ τὸ βάπτισμα, δὲν ἀπαλλάσσει μόνο ἀπὸ τὴν ἐνοχὴ τοῦ προπατορικοῦ ἁμαρτήματος, ἀλλὰ καὶ ἀπὸ τὶς προσωπικὲς ἁμαρτίες, ἀνέβαλλαν τὸ βάπτισμα, ὥστε καθαροὶ νὰ μεταβοῦν στὴν ἄλλη ζωή. Καὶ αὐτὸς ἀκόμη ὁ Μ. Κῶν/νός, ποῦ τόση πίστη εἶχε δείξει στὴ ζωή του, τὸ βάπτισμά του τὸ ἀνέβαλε στὶς τελευταῖες ἡμέρες τῆς ζωῆς του. Μαρτυρεῖται δέ, ὅτι ἀπὸ τὴ στιγμὴ τῆς βαπτίσεώς του μέχρι τὴν ἡμέρα τοῦ θανάτου του δὲν ἀποχωρίστηκε τὸν λευκὸ χιτώνα τοῦ Βαπτίσματος. Τὴν τάση ὅμως αὐτή, τὸ νὰ βαπτίζονται δήλ. μεγάλοι, ἀκριβῶς διότι δὲν εἶναι σωστή, δὲν τὴν υἱοθέτησε ἡ ἁγία μας Ἐκκλησία. Γι’ αὐτὸ καὶ πάλι νωρὶς ἐξέλειπε. Φυσικὰ ἐξ ἀρχῆς ὑπῆρχε καὶ ὁ νηπιοβαπτισμός. Ἐφ’ ὅσον δὲ ἐπικρατοῦσε στὴν ἀρχαία Ἐκκλησία καὶ τὸ βάπτισμα τῶν ἐνηλίκων (μέχρι τὸν δ΄αἵ.), οἱ ἀνάδοχοι ποῦ ἐξελέγονταν, ἦταν τοῦ ἴδιου φύλου μὲ αὐτὸν ποῦ θὰ βαπτίζονταν.
Ἤδη εἴπαμε ὅτι ἔργο τῶν ἀναδόχων ἦταν κυρίως ἡ ἐγγύησις ἀπέναντι στὴν Ἐκκλησία, γιὰ τὸ ἠθικὸ ποιὸν τοῦ ὑποψηφίου πρὸς βάπτιση, ἡ παρακολούθησις στὴν πνευματικὴ γνώση καὶ πρόοδο καὶ ἡ συμπαράστασις κατὰ τὴν τέλεση τοῦ μυστηρίου τοῦ βαπτίσματος. Γιὰ τοὺς σοβαρώτατους αὐτοὺς λόγους, ὁ ἀνάδοχος ὄφειλε νὰ εἶναι ὄχι μόνο βαπτισμένος Χριστιανὸς ὁ ἴδιος, ἀλλὰ καὶ ζωντανὸ καὶ συνειδητὸ μέλος τῆς Ἐκκλησίας, νὰ ζῆ δήλ. συνειδητὰ τὴ μυστηριακὴ καὶ ἀγωνιστικὴ ζωὴ τοῦ Εὐαγγελίου καὶ ὄχι νὰ εἶναι μόνο κατ’ ὄνομα Χριστιανός, ὅπως δυστυχῶς συμβαίνει σὲ ἀρκετὲς τῶν περιπτώσεων.
Μέσα ἀπὸ τὴν Ἐκκλ. Ἱστορία βλέπουμε ὅτι, κυρίως στὴ Δύση, μέχρι τὸν ἐ΄αἵ. ἀνάδοχοι μποροῦσαν νὰ γίνουν καὶ οἱ ἴδιοι οἱ γονεῖς τοῦ τέκνου ποῦ λάμβανε τὸ βάπτισμα. Ὅμως αὐτὸ ἀπαγορεύθηκε ἀπὸ τὶς ἀρχὲς τοῦ θ΄αἵ. (Σύνοδος τοῦ Mainz 813). Ἀκόμα, λόγω του ὅτι ὁ ἀνάδοχος θεωρήθηκε ὡς πνευματικὸς πατέρας (ἢ μητέρα) τοῦ βαπτιζόμενου, ἀπὸ πολὺ νωρίς, ἐξ’ αἰτίας τῆς πνευματικῆς αὐτῆς συγγένειας, ἀπαγορεύτηκε ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία ἡ τέλεσις γάμου μεταξὺ ἀναδόχου καὶ ἀναδεκτῆς καὶ μεταξὺ ἀναδεξαμένης καὶ ἀναδεκτοῦ. Ἡ Ἐκκλησία δήλ., ποῦ καθοδηγεῖται ἀπὸ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα, θεώρησε τὴν κατὰ πνεῦμα συγγένεια διὰ τοῦ βαπτίσματος, μεγαλύτερη καὶ σοβαρώτερη καὶ ἀπὸ αὐτὴν τὴν κατὰ σάρκα συγγένεια τῶν συνδεδεμένων προσώπων. Ἡ ἀπαγόρευσις αὐτὴ μάλιστα ἐπεκτάθηκε καὶ σὲ ἄλλα μέλη τῆς οἰκογένειας τοῦ ἀναδεκτοῦ ἢ τῆς ἀναδεκτῆς.
Στὸ Βυζάντιο, ἡ πνευματικὴ αὐτὴ συγγένεια ποῦ προέρχεται μέσω τοῦ βαπτίσματος, μεταξὺ ἀναδόχου καὶ ἀναδεκτοῦ ἢ ἀναδεκτῆς μὲ ὅλες τὶς ἀπαγορεύσεις καὶ τὶς εὐθύνες ποῦ συνεπάγεται, ἔχει ἐπικυρωθεῖ καὶ ἀπὸ τὸν αὐτοκράτορα Ἰουστινιανὸ τὸ 530. Ἐπίσης πολὺ χαρακτηριστικὸς εἶναι ὁ νγ΄ κανόνας τῆς ἐν Τρούλω Συνόδου, ὁ ὁποῖος κάνει εἰδικὴ ἀναφορὰ ἀκριβῶς στὴν πνευματικὴ συγγένεια ποῦ προέρχεται διὰ τοῦ βαπτίσματος.
Καὶ μόνο λοιπὸν ἀπ’ αὐτό, ἀπὸ τὴν πνευματικὴ δήλ. συγγένεια ποῦ δημιουργεῖται διὰ τοῦ βαπτίσματος, διαφαίνεται καθαρὰ πόσο μεγάλο πράγμα εἶναι τὸ νὰ ἀναλαμβάνει κανεὶς τὸν ρόλο τοῦ ἀναδόχου.
Γιὰ τὶς βαρύτατες εὐθύνες τοῦ ἀναδόχου ὁ Ἄγ. Διονύσιος ὁ Ἀρεοπαγίτης τονίζει: Ἐκ τῶν πρώτων πρέπει νὰ ἀποδειχθεῖ, ὅτι ἀπέχει ἀπὸ κάθε «ἀθεότητα καὶ ἀγνωσία τοῦ ὄντως καλοῦ», «ὥστε ν’ ἀξιωθῆ διὰ τῆς ἱερᾶς αὐτοῦ μεσιτείας» καὶ «τῶν θείων τυχεῖν καὶ Θεοῦ». Νὰ ἀποδειχθεῖ δήλ. ὅτι εἶναι ἀδιάβλητος ἐνώπιόν του Θεοῦ καὶ ὅτι ἡ βιοτὴ καὶ πολιτεία τοῦ εἶναι ἔνθεος.
Σήμερα ποῦ λόγω τῆς μετακίνησης τῶν πληθυσμῶν καὶ γενικῶς τῆς παγκοσμιοποίησης τὰ δεδομένα ἔχουν ἀλλάξει καὶ ὥριμοι πλέον ἄνθρωποι ἐντάσσονται καθημερινῶς στὸ σῶμα τῆς Ἐκκλησίας, θὰ πρέπει καὶ πάλι ὅσοι ἀναλαμβάνουν τὸ ρόλο καὶ τὸ διακόνημα τοῦ ἀναδόχου, νὰ μελετήσουν σοβαρὰ τὶς προϋποθέσεις καί, ὅπως θὰ δοῦμε στὴ συνέχεια, τὶς εὐθύνες τοῦ ρόλου αὐτοῦ, καὶ κατόπιν, συνειδητὰ πλέον, νὰ ἀποδέχονται τὴν εὐθύνη τοῦ ἀναδόχου.
Χριστιανὸς Ὀρθόδοξος Ἀνάδοχος ( Β' Μέρος)Γράφει ὁ Ἄρχ. Ἰωὴλ ΚωνστάνταροςἊς δοῦμε τώρα: β) Ποιὲς εἶναι αὐτὲς οἱ ὑποχρεώσεις τοῦ ἀναδόχου; Μετὰ τὴν ἐπικράτηση τοῦ νηπιοβαπτισμοῦ, οἱ ἀνάδοχοι ἀνεδέχοντο ν’ ἀναπληρώσουν τὴν φυσικὴ ἔλλειψη τῆς πίστεως καὶ τῆς μετανοίας στὰ νήπια, φροντίζοντας μαζὶ μὲ τοὺς γονεῖς τοῦ νηπίου γιὰ τὴν κατὰ Χριστὸν μόρφωση καὶ ἀνατροφή του. Πράγματι· στὴν ἀρχαία Ἐκκλησία ποῦ ὑπῆρχε γνήσιος ζῆλος, τότε καὶ μόνο, μετὰ δήλ. τὴν Ὁμολογία Πίστεως, ὁ ἀρχιερέας τὸν σφράγιζε μὲ τὸ σημεῖο τοῦ σταυροῦ καὶ ἔδινε τὴν ἔγκριση, ὥστε οἱ ἱερεῖς νὰ τὸν καταγράψουν ὡς ἀνάδοχο στὰ δελτία τῆς Ἐκκλησίας, μαζὶ μὲ τὸν ὑποψήφιο γιὰ τὴν βάπτιση ἀναδεκτό του. Ὁποία τιμὴ ἀλλὰ καὶ εὐθύνη γιὰ τὸν ἀνάδοχο. Ἂς ἀκούσουμε τὸν ἱερὸ Χρυσόστομο νὰ μᾶς περιγράφει τὴν προσωπικότητα τοῦ αὐθεντικοῦ ἀναδόχου:
Θέλετε νὰ ἀπευθύνουμε τώρα τὸ λόγο στοὺς ἀναδόχους σας, γιὰ νὰ μάθουν καὶ ἐκεῖνοι ποιῶν ἀμοιβῶν ἀξιώνονται, ἐὰν δείξουν γιὰ ἐσᾶς πολὺ φροντίδα καὶ ἀντιθέτως ποιὰ τιμωρία τοὺς ἀναμένει ἂν ἀμελήσουν;
Γιὰ νὰ τὸ ἐννοήσεις σκέψου, ἀγαπητέ, ἐκείνους ποῦ γίνονται ἐγγυητὲς καὶ ἀνάδοχοι προσώπων ποῦ δανείζονται χρήματα, ὅτι περισσότερο ἀπὸ τὸν ὑπεύθυνο καὶ δανειζόμενο ἐκεῖνοι ὑφίστανται τὴν ἀγωνία καὶ τὸν φόβο. Ἂν δήλ. αὐτὸς ποῦ δανείστηκε, φανεῖ συνεπής, μὲ τὴν συνέπειά του κατέστησε ἐλαφρὸ τὸ...
φορτίο, ποῦ ἀνέλαβε ὁ ἐγγυητής. Ἂν ἀντιθέτως φανεῖ ἀγνώμονας καὶ ἀσυνεπής, τότε τοῦ ἑτοίμασε τέλεια τὴν καταστροφή. Γι’ αὐτὸ καὶ ἕνας σοφὸς συμβουλεύει τὰ ἑξῆς: «Ἐὰν ἐγγυηθῆς, ἑτοιμάσου νὰ πληρώσης» (Σόφ. Σειρὰχ ἡ΄, 13). Ἐὰν λοιπὸν ὅσοι ἀναδέχονται ἄλλους γιὰ χρήματα εἶναι ἀπολύτως ὑπεύθυνοι γιὰ ὁλόκληρο τὸ ποσό, περισσότερο εἶναι ὑπεύθυνοι ἐκεῖνοι ποῦ ἀναδέχονται ἄλλους καὶ ἐγγυῶνται γιὰ πνευματικὰ θέματα καὶ γιὰ τὴν ἀρετή. Ναί· πολὺ ἐνδιαφέρον πρέπει νὰ ἐπιδεικνύουν γι’ αὐτοὺς ποῦ ἀναλαμβάνουν, προτρέποντάς τους, συμβουλεύοντάς τους, διορθώνοντας τὰ σφάλματά τους καὶ δείχνοντάς τους πατρικὴ ἀγάπη.
[Καὶ συνεχίζει ὁ ἱερὸς πατήρ].
Ἂς μὴ νομίζουν αὐτοί, ὅτι τὸ νὰ εἶναι ἀνάδοχοι εἶναι τυπικὸ καὶ τυχαῖο πράγμα, ἀλλὰ ἂς μάθουν καλά, ὅτι καὶ αὐτοὶ γίνονται συμμέτοχοι τῆς πνευματικῆς ὠφέλειας τῶν ἀναδεκτῶν, ἐὰν μὲ τὶς συμβουλὲς τοὺς τοὺς χειραγωγήσουν στὴν ὁδὸ τῆς ἀρετῆς, καὶ ἂς γνωρίζουν πάλι ὅτι ἂν δείξουν ἀμέλεια καὶ ἀδιαφορία, θὰ ἐπιφέρουν στὸν ἑαυτὸ τοὺς μεγάλη καταδίκη. Γι’ αὐτὸν τὸν λόγο καὶ ἐπικρατεῖ ἡ συνήθεια καὶ πατέρες ἢ μητέρες πνευματικοὺς νὰ τοὺς ὀνομάζουν αὐτοὺς τοὺς ἀναδόχους, γιὰ νὰ μάθουν πόση ἐπιμέλεια πρέπει νὰ δείχνουν γιὰ νὰ μορφώνουν πνευματικὰ ὅσους ἀναλαμβάνουν.
Διότι, ἐὰν ἐκείνους ποῦ δὲν ἔχουν καμμία ἰδιαίτερη σχέση μὲ ἐμᾶς, πρέπει νὰ τοὺς κινήσουμε τὸν κύριο ζῆλο τῆς ἀρετῆς, πολὺ περισσότερεο ὀφείλουμε νὰ ἐπιτελέσουμε τὸ καθῆκον ἀπέναντι σ’ ἐκεῖνον, τὸν ὀπιοῖο ἀναδεχόμαστε ὡς πνευματικό μας τέκνο. Γιὰ τὸν λόγον λοιπὸν αὖτον, μάθετε καὶ οἱ ἀνάδοχοι ὅτι δὲν σᾶς ἀπειλεῖ μικρὸς κίνδυνος, ἐὰν δείξετε στὸ καθῆκον αὐτὸ ἀμέλεια (Ι. Χρυσοστόμου, Β΄Κατήχησις).
Καὶ τίθεται τώρα τὸ ἐρώτημα: Οἱ ἀνάδοχοι σήμερα γνωρίζουν τὴν ἀποστολή τους; Ἔχουν συνειδητοποιήσει ὅτι τὸ καθῆκον τους δὲν ἐξαντλεῖται στὸ νὰ ἀγοράζουν ἐνδύματα καὶ δῶρα στὰ παιδιὰ ποῦ ἀναλαμβάνουν, ἀλλὰ τὸ κύριο καὶ βασικὸ καθῆκον τοὺς εἶναι νὰ διδάξουν τὴν ὀρθὴ πίστη στὰ πνευματικά τους τέκνα; Γνωρίζουν πρῶτα οἱ ἴδιοι τὴν Ὀρθόδοξη πίστη, καὶ ζοῦν σωστὰ οἱ ἴδιοι τὴν Χριστιανικὴ ζωὴ γιὰ νὰ μπορέσουν στὴν συνέχεια νὰ τὴν μεταδώσουν στὶς ψυχὲς ποῦ ἔχουν ἀναλάβει;
Ἔχουμε συνειδητοποιήσει ὅτι ἂν κάποιος ζεῖ μέσα σὲ βαριὰ ἠθικὰ παραπτώματα, ἂν δὲν μετανοήσει καὶ δὲν ἀλλάξει τρόπο ζωῆς δὲν μπορεῖ νὰ γίνει ἀνάδοχος;
Κατανοήσαμε ὅτι ὅσοι συζοῦν παράνομα ἢ ἔχουν τελέσει τὸν λεγόμενο πολιτικὸ γάμο, ἔχουν ἀποκόψει τὸν ἑαυτό τους ἀπὸ τὸ σῶμα τῆς Ἐκκλησίας καὶ ἄρα δὲν μποροῦν καὶ δὲν ἔχουν τὸ δικαίωμα νὰ ἐγγυηθοῦν γιὰ τὴν ψυχὴ τοῦ ἄλλου;
Πραγματικὰ πῶς εἶναι δυνατὸν νὰ κατηχήσει μιὰ ψυχὴ καὶ νὰ τὴν ὁδηγήσει στὴν ἀλήθεια ἕνας ποῦ ἔχει ξεφύγει ἀπὸ τὴν ὁδὸ τῆς ἀληθείας;
Εἶναι συγκλονιστικὸ ἀλλὰ καὶ σωτήριο νὰ συνειδητοποιήσει ὁ ἀνάδοχος ὅτι θὰ δώσει λόγο στὸν Θεὸ γιὰ τὴν ψυχὴ ἢ τὶς ψυχὲς ποῦ ἔχει ἀναλάβει.
Καὶ ἐπειδὴ ἔτσι ἔχουν τὰ πράγματα, εἶναι δήλ. τόσο σοβαρὴ ἡ ὑπόθεση τὸ νὰ γίνει κανεὶς ἀνάδοχος, γι’ αὐτὸ καὶ δὲν μποροῦν ν’ ἀναλάβουν τὸν ρόλο αὐτὸ οἱ μὴ Χριστιανοί. Δὲν μποροῦν νὰ γίνουν ἀνάδοχοι οἱ ἄθεοι καὶ ἄπιστοι, οἱ ἀλλόθρησκοι, οἱ αἱρετικοί, οἱ σχισματικοί, οἱ ἀφορισμένοι, ὅσοι ἀνήκουν σὲ ἀποκρυφιστικὰ τάγματα καὶ ὀργανώσεις καὶ γενικῶς ὅσοι ἔχουν ἔκλυτο βίο καὶ ἔχουν καταδικαστεῖ γιὰ ἠθικὰ παραπτώματα. Ἀκόμα δὲν μποροῦν νὰ ἀναλάβουν τὸ ρόλο τοῦ ἀναδόχου ὅσοι δὲν ἔχουν συνείδηση τῶν πράξεών τους καὶ γενικῶς οἱ ἀκαταλόγιστοι, ὅπως τὰ μικρὰ παιδιά, ὅσοι πάσχουν διανοητικῶς κ.λπ. Ἐπίσης δὲν μποροῦν νὰ γίνουν ἀνάδοχοι οἱ γονεῖς τοῦ τέκνου, οἱ κληρικοὶ ὅλων τῶν βαθμῶν καὶ οἱ μοναχοί. Μόνο σὲ εἰδικὲς καὶ ἔκτακτες περιπτώσεις μπορεῖ νὰ γίνει ἐξαίρεσις ὡς πρὸς τοὺς μοναχούς, κατόπιν ὅμως ἀδείας του Ἐπισκόπου καὶ γενικῶς τῆς προϊσταμένης ἐκκλησιαστικῆς ἀρχῆς.
***
Εἴπαμε στὴν ἀρχὴ ὅτι τὸ θέμα μας δὲν εἶναι αὐτὸ καθ’ ἑαυτὸ τὸ μυστήριο τοῦ βαπτίσματος, ἀλλὰ ὁ ἀνάδοχος. Στὸ σημεῖο ὅμως αὐτὸ καὶ σὲ συνδυασμὸ μὲ τὸν ἀνάδοχο εἶναι ἀνάγκη νὰ ποῦμε κάποια πράγματα γιὰ τὸ βάπτισμα τῶν παιδιῶν. Καὶ τοῦτο, διότι μέσα στὰ τόσα πολλὰ καὶ παράδοξά της ἐποχῆς μας, βλέπουμε καὶ τοῦτο· νὰ ὑπάρχουν γονεῖς ποῦ ἀποκτοῦν ἕνα ἢ καὶ περισσότερα παιδιά, καὶ νὰ ἀρνοῦνται νὰ τὰ βαπτίσουν. Τὰ ἀφήνουν νὰ μεγαλώσουν ἀβάπτιστα μὲ τὴ δικαιολογία, νὰ μεγαλώσουν καὶ ἂν μόνα τους τὸ ζητήσουν, τότε τὰ βαφτίζουμε. Ἔτσι ὑπάρχουν σήμερα παιδιὰ οἰκογενειῶν, κυρίως σὲ μεγάλες πόλεις, ποῦ πηγαίνουν στὸ σχολεῖο, καὶ ὅμως δὲν ἔχουν δεχθεῖ τὴν χάρη τοῦ ἁγίου μυστηρίου. Προχωροῦν μάλιστα οἱ γονεῖς καὶ δίνουν ὄνομα στὸ παιδί τους ἢ στὰ παιδιά τους, χωρὶς ὅμως αὐτὰ νὰ περάσουν ἀπὸ τὰ ἁγιασμένα ὕδατα τῆς κολυμβήθρας.
Βέβαια στὸ «ἐπιχείρημα» τῶν γονέων ὅτι τ’ ἀφήνουν νὰ μεγαλώσουν καὶ ἐὰν μόνα τους τὸ ζητήσουν, τότε θὰ τὰ βαφτίσουν, θὰ μποροῦσε κανεὶς νὰ ἀπαντήσει ὅτι ἂν θέλουν νὰ εἶναι συνεπεῖς μὲ τὴ θεωρία τους, τότε δὲν θὰ πρέπει οὔτε στὸν ἰατρό, οὔτε στὸν παιδικὸ σταθμό, οὔτε στὸ νηπιαγωγεῖο, οὔτε στὸ σχολεῖο νὰ τὰ πάνε, ἂν δὲν μεγαλώσουν καὶ δὲν τὸ ζητήσουν μόνα τους καὶ γενικῶς τίποτε νὰ μὴν προσφέρουν στὰ τέκνα τοὺς ἂν τὰ ἴδια δὲν συνειδητοποιήσουν ἀπολύτως κάτι καὶ δὲν τὸ ζητήσουν μόνα τους…
Ἀλήθεια, τί συμβαίνει μὲ αὐτοὺς τοὺς γονεῖς; Εἶναι βέβαιο ὅτι στὴν καρδιὰ τοὺς ἔχει περάσει ἡ ἀπιστία. Δὲν πιστεύουν στὸ μυστήριο καὶ τὴ μεγάλη του ὠφελιμότητα. Καὶ δὲν εἶναι μόνο ὅσοι καλύπτουν τὴ σχέση τους μὲ τὸν πολιτικὸ γάμο, ποῦ συνήθως ἐνεργοῦν μὲ πράξεις ποῦ εἶναι ἀντίθετες μὲ τὴν Χριστιανικὴ ζωή, εἶναι, δυστυχῶς, καὶ κανονικὰ στεφανωμένοι σύζυγοι, ποῦ ὅμως ἐπηρεασμένοι ἀπὸ ἀθεϊστικὲς ἰδεολογίες καὶ ἀπὸ ἕνα νέο τρόπο ζωῆς ποῦ προβάλλεται κατὰ κόρον στὰ Μ.Μ.Ε., καταλήγουν στὴν ἀπόφασή τους αὐτὴ μὲ ἀποτέλεσμα νὰ ζημιώνονται τὰ ἴδια τοὺς τὰ παιδιὰ καὶ φυσικὰ ὁλόκληρη ἡ οἰκογένεια…
Δὲν ἀποκλείεται ὅμως ἡ στάση αὐτὴ σὲ ὁρισμένες περιπτώσεις νὰ στηρίζεται καὶ σὲ ἄγνοια, γι’ αὐτὸ εἶναι ἀνάγκη νὰ ἐπισημανθοῦν κάποιες ἀλήθειες ποῦ διαφωτίζουν ὅσους ἀγνοοῦν τὰ πράγματα καὶ διαθέτουν ἁγνὴ καὶ εἰλικρινῆ διάθεση.
Ὅπως τονίσαμε, ἐξ ἄρχης ὑπῆρχε, ἀλλὰ κυρίως ἀπὸ τὸν δ΄αἵ. εἶχε ἐπικρατήσει σὲ ὁλόκληρη τὴν Ἐκκλησία ὁ νηπιοβαπτισμός, δήλ. οἱ γονεῖς νὰ βαπτίζουν τὰ τέκνα τοὺς ὅταν αὐτὰ βρίσκονται στὴν νηπιακὴ ἡλικία. Βεβαίως τὰ νήπια δὲν εἶναι σὲ θέση νὰ ἐννοήσουν τί τοὺς προσφέρεται μὲ τὸ ἅγιο βάπτισμα, ὥστε συνειδητὰ νὰ μετέχουν στὸ ἅγιο μυστήριο. Ὅμως εἶναι τὸ ἴδιο βέβαιο ὅτι ἡ χάρις τοῦ Θεοῦ ἐνεργεῖ ἐκεῖ ὅπου δὲν ὑπάρχει ἀντίσταση καὶ ἄρνηση. Φυσικὰ τὸ νήπιο δὲν προβάλλει καμμία ἄρνηση στὴ χάρη τοῦ μυστηρίου, καὶ ἑπομένως ἡ χάρις ἐνεργεῖ καὶ φέρνει τὰ θαυμαστὰ ἀποτελέσματα ποῦ προσφέρει τὸ Βάπτισμα.
Αὐτὸς ποῦ ἐνδιέτριψε περισσότερο στὸ θέμα τοῦ νηπιοβαπτισμοῦ εἶναι ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος, ὁ ὁποῖος ρωτάει τοὺς γονεῖς: «Νήπιόν ἐστι σοί;» Σοὺ ἔδωσε ὁ Θεὸς παιδάκι; Βάπτισε τό. «Μὴ λαβέτω καιρὸν ἡ κακία». Πρόσεξε· μὴ τὸ ἀφήνεις ἀβάπτιστο. «Ἐκ βρέφους ἁγιασθήτω ἐξ ὀνύχων καθιερωθήτω τῷ Πνεύματι». Ἀπὸ τὴ βρεφική του ἡλικία ἂς ἁγιασθεῖ· ἀπὸ πολὺ μικρὸ ἂς καθιερωθεῖ μὲ τὴν ἐνέργεια τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Στρεφόμενος δ’ πρὸς ἐκείνους οἱ ὁποῖοι κρατοῦσαν ἀκόμα τὰ εἰδωλολατρικὰ ἔθιμα, προσθέτει: «οὐδὲ δεῖ σοὶ περιαμμάτων καὶ ἐπασμάτων, οἶς ὁ πονηρὸς συνεισέρχεται, κλέπτων εἰς ἑαυτὸν ἀπὸ τοῦ Θεοῦ τὸ σέβας, ἐν τοῖς κουφοτέροις. Δὸς αὐτῶ τὴν Τριάδα, τὸ μέγα καὶ καλὸν φυλακτήριον». Δήλ. δὲ σοὺ χρειάζονται τραγούδια καὶ ἐπωδὲς καὶ φυλαχτὰ (ἐννοεῖ ὁ ἅγιος, ὅσα ἀπὸ εἰδωλολατρικὲς συνήθειες εἶχαν εἰσβάλει σὲ χριστιανικὲς οἰκογένειες), διότι μαζὶ μὲ αὐτὰ μπαίνει ὁ πονηρός. Αὐτὸς ὁ πονηρός, κλέβει ἀπὸ τὸν Θεὸ καὶ κάνει δικό του τὸ σεβασμὸ ποῦ ἀνήκει στὸν Κύριο. Αὐτὰ γίνονται ἀπὸ τοὺς ὀλιγομυαλους καὶ κούφιους. Δῶσε στὸ παιδί σου τὴν Τριάδα, ποῦ εἶναι τὸ μεγάλο καὶ καλὸ φυλακτήριο.
Αὐτὰ τὰ τόσο σοφὰ λόγια κηρύττει σὲ ὅλους τους Χριστιανοὺς γονεῖς ὁ μεγάλος αὐτὸς Θεολόγος ἅγιος Γρηγόριος.
Ἄλλωστε στὸ ἔργο αὐτὸ τοῦ συνδέσμου τοῦ παιδιοῦ μὲ τὸν Θεό, ἔχουν ὁριστεῖ μαζὶ μὲ τοὺς γονεῖς καὶ οἱ ἀνάδοχοι. Νὰ βοηθήσουν δήλ. τὸν βαπτιζόμενο νὰ ἐξελιχθεῖ σ’ ἕναν καλὸ καὶ συνειδητοποιημένο Χριστιανό.
Ἐδῶ ἀκριβῶς στηρίζεται καὶ ὁ νηπιοβαπτισμός, στὴν πίστη δήλ. τῶν γονέων καὶ τοῦ ἀναδόχου.
Εἶναι λοιπὸν ἀνάγκη νὰ βαπτίζονται τὰ νήπια τῶν γονέων ποῦ δὲν ἔχουν ἀπορρίψει συνειδητὰ τὴν Ὀρθόδοξη Χριστιανικὴ πίστη. Εἶναι ἀνάγκη, διότι μεγάλα καὶ θαυμαστὰ εἶναι τὰ ἀποτελέσματα τοῦ ἁγίου βαπτίσματος σ’ αὐτὸν ποῦ λαμβάνει τὴ χάρη τοῦ μυστηρίου εἴτε συνειδητά, ὅταν εἶναι μεγάλος, εἴτε ἀσυνείδητα, ὅταν βρίσκεται στὴ νηπιακή του ἡλικία.
Ὅπως μᾶς διδάσκει ἡ Ὀρθόδοξη δογματική μας διδασκαλία, στὸ ἅγιο βάπτισμα συντελεῖται ἀναγέννησις, βαθειὰ καὶ ριζικὴ ἀλλοίωσις καὶ μεταβολὴ τῆς ἀνθρωπίνης φύσεώς μας. Ἀναγέννησις, πραγματικὴ παλιγγενεσία, τὴν ὁποία ὁ ἴδιος ὁ Κύριός μας χαρακτήρισε ὡς «γέννησιν ἐξ ὕδατος καὶ Πνεύματος».
Ἐὰν αὐτὴ δὲν συντελεσθεῖ κατὰ τὸ ἅγιο βάπτισμα, δὲν μπορεῖ ὁ ἄνθρωπος νὰ εἰσέλθει στὴ Βασιλεία τῶν οὐρανῶν. Αὐτὴ ἀκριβῶς τὴν ἀλήθεια ἐκφράζει καὶ ὁ ἱερὸς Κύριλλος Ἱεροσολύμων στὴν τρίτη μυσταγωγική του κατήχηση, ποῦ μὲ πολὺ πόνο διακηρύττει, ἐκφράζοντας τὴ φωνὴ τῆς Ἐκκλησίας, ὅτι «εἰ τὶς μὴ λάβη βάπτισμα, σωτηρίαν οὐκ ἔχει». Ὅποιος δήλ. δὲν λάβει τὸ ἅγιο βάπτισμα, δὲν μπορεῖ νὰ σωθεῖ. Καὶ προσθέτει: Μπορεῖ κανένας νὰ εἶναι ἐκ φύσεως ἀγαθός, καλόγνωμος στὶς ἐκδηλώσεις του καὶ τὰ καθημερινά του ἔργα. Ὅμως ἐὰν δὲν λάβει τὴ σφραγίδα τοῦ ὕδατος, δήλ. δὲν βαπτισθεῖ, «οὐ δύναται εἰσελθεῖν εἰς τὴν Βασιλείαν τῶν οὐρανῶν».
***
Ἀλλὰ νὰ προσθέσουμε καὶ τοῦτο. Πόσα νήπια κινδυνεύουν ἀρκετὲς φορὲς εἴτε ἀπὸ ἀσθένειες εἴτε ἀπὸ ἀτυχήματα, νὰ φύγουν ἀπὸ τὴ ζωὴ ἀβάπτιστα; Πόσοι κίνδυνοι παραμονεύουν καθημερινῶς μικροὺς καὶ μεγάλους; Τόσο ὑλικοὶ ὅσο καὶ πνευματικοί. Καὶ πόσο προσπαθεῖ ὁ διάβολος νὰ προσβάλει καὶ νὰ ρίξει τὸν ἄνθρωπο στὴν ἁμαρτία καὶ μάλιστα σὲ θανάσιμα ἁμαρτήματα…
Ὅλα αὐτὰ λοιπὸν θὰ πρέπει μαζὶ μὲ τοὺς γονεῖς νὰ τὰ γνωρίζει καὶ ὁ ἀνάδοχος καὶ νὰ προσπαθεῖ, ἀφοῦ πρῶτα ὁ ἴδιος ζεῖ τὴ ζωὴ τῆς πίστεως, νὰ μεταλαμπαδεύσει αὐτὴ τὴ ζωὴ τῆς χάριτος στὸ πνευματικό του τέκνο.
Ναί· καὶ θὰ τοῦ κάνει τὰ δῶρα του καὶ θὰ ἐνδιαφερθεῖ γιὰ τὴν πρόοδό του στὰ μαθήματα καὶ γενικῶς στὴ ζωὴ καὶ θὰ βοηθήσει καὶ ὑλικῶς ἂν χρειασθεῖ καὶ ἂν ὑπάρχει ἐκ μέρους τοῦ ἀναδόχου καὶ οἰκονομικὴ δυνατότητα, ἀλλὰ κυρίως δὲν θὰ πρέπει νὰ λησμονεῖ ποτὲ μὰ ποτὲ ὅτι ἐνώπιον Θεοῦ καὶ ἀνθρώπων ὁ ἀνάδοχος εἶναι ὑπεύθυνος καὶ τελικῶς θὰ τοῦ ζητηθεῖ καὶ λόγος.
Νὰ δώσει ὁ Ἅγιος Θεὸς ὅσοι ἔχουν τὴν εὐλογία νὰ εἶναι ἀνάδοχοι καὶ ὅσοι θὰ γίνουν ἀνάδοχοι νὰ συνειδητοποιήσουν τὸ μέγεθος τοῦ ἔργου τους, ὄχι βέβαια γιὰ νὰ ἀποθαρρυνθοῦν, ἀλλὰ γιὰ νὰ ξεκινήσουν καὶ νὰ ὁλοκληρώσουν σωστὰ τὸ μεγάλο αὐτὸ ἔργο τοῦ στηριγμοῦ καὶ τῆς χριστιανικῆς κατηχήσεως τῶν ψυχῶν ποῦ τοὺς ἐμπιστεύονται οἱ γονεῖς καὶ ἡ Ἐκκλησία μας.
το είδα ΕΔΩ και ΕΔΩ