Τελείωνε πιὰ τὸ προσκύνημά μας. Τὶς παραμονὲς τοῦ μισεμοῦ πῆρα τὸν ἀνήφορο μοναχός, ν’ ἀνέβω στ’ ἄγρια ἡσυχαστήρια, ἀνάμεσα στοὺς βράχους ἀψηλὰ ἀπάνω ἀπὸ τὴ θάλασσα, στὰ Καρούλια. Τρυπωμένοι μέσα σὲ σπηλιές, ζοῦν ἐκεῖ καὶ προσεύχουνται γιὰ τὶς ἁμαρτίες τοῦ κόσμου, καθένας μακριὰ ἀπὸ τὸν ἄλλο, γιὰ νὰ μὴν ἔχουν καὶ τὴν παρηγοριὰ νὰ βλέπουν ἀνθρώπους, οἱ πιὸ ἄγριοι, οἱ πιὸ ἅγιοι ἀσκητὲς τοῦ Ἁγίου Ὅρους. Ἕνα καλαθάκι ἔχουν κρεμασμένο στὴ θάλασσα, κι οἱ βάρκες ποὺ τυχαίνει κάποτε νὰ περνοῦν ζυγώνουν καὶ ρίχνουν μέσα λίγο ψωμί, ἐλιές, ὅτι ἔχουν, γιὰ νὰ μὴν ἀφήσουν τοὺς ἀσκητὲς νὰ πεθάνουν τῆς πείνας.
Πολλοὶ ἀπὸ τοὺς ἄγριους αὐτοὺς ἀσκητὲς τρελαίνουνται. Θαρροῦν πῶς ἔκαμαν φτερά, πετοῦν ἀπάνω ἀπὸ τὸν γκρεμὸ καὶ γκρεμίζουνται…. Κάτω ὁ γιαλὸς εἶναι γεμάτος κόκκαλα.Ἀνάμεσα στοὺς ἐρημίτες τούτους ζοῦσε τὰ χρόνια ἐκεῖνα, ξακουστὸς γιὰ τὴν ἁγιοσύνη του, ὁ Μακάριος ὁ Σπηλαιώτης. Αὐτὸν κίνησα νὰ δῶ. Ἀπὸ τὴ στιγμὴ ποὺ πάτησα στὸ ἱερὸ βουνό, εἶχα πάρει τὴν ἀπόφαση νὰ πάω νὰ τὸν δῶ, νὰ σκύψω νὰ τοῦ φιλήσω τὸ χέρι καὶ νὰ τοῦ ξομολογηθῶ.
Ὄχι τὰ κρίματά μου, δὲν πίστευα νὰ χᾶ κάμει ὡς τότε πολλά, ὄχι τὰ κρίματά μου παρὰ τὴν ἑωσφορικὴ ἀλαζονεία ποὺ συχνὰ μ’ ἔσπρωχνε νὰ μιλῶ μὲ ἀναίδεια γιὰ τὰ ἑφτὰ μυστήρια καὶ τὶς δέκα ἐντολὲς καὶ νὰ θέλω νὰ χαράξω δικό μου δεκάλογο. Ἔφτασα κατὰ τὸ μεσημέρι στ’ ἀσκηταριά. Τρύπες μαῦρες στὸν γκρεμό, σιδερένιοι σταυροὶ καρφωμένοι στοὺς βράχους, ἕνας σκελετὸς πρόβαλε ἀπὸ μία σπηλιά, τρόμαξα. Σὰ νὰ χὲ φτάσει κιόλας ἡ Δευτέρα Παρουσία καὶ ξεπρόβαλε ὁ σκελετὸς αὐτὸς ἀπὸ τὴ γὴς καὶ δὲν εἶχε ἀκόμα προφτάσει νὰ ντυθεῖ ὅλες τὶς σάρκες του. Φόβος κι ἀηδία μὲ κυρίεψε, καὶ συνάμα...
κρυφὸς ἀνομολόγητος θαμασμός.
Δὲν τόλμησα νὰ τὸν ζυγώσω, τὸν ρώτησα ἀπὸ μακριά. Ἅπλωσε τὸ ξεραμένο μπράτσο, ἀμίλητος, καὶ μοῦ δεῖξε μία μαύρη σπηλιὰ ἀψηλὰ στὰ χείλια τοῦ γκρεμοῦ.
Πῆρα ν’ ἀνεβαίνω πάλι τοὺς βράχους, μὲ καταξέσκισαν τὰ ἀγκρίφια τους, ἔφτασα στὴ σπηλιά. Ἔσκυψα νὰ δῶ μέσα. Μυρωδιὰ χωματίλα καὶ λιβάνι, σκοτάδι βαθύ. Σιγὰ-σιγὰ διέκρινα ἕνα σταμνάκι δεξά, σὲ μία σκισμάδα τοῦ βράχου, τίποτα ἄλλο.
Ἔκαμα νὰ φωνάξω, μὰ ἡ σιωπὴ μέσα στὸ σκοτάδι ἐτοῦτο μου φάνηκε τόσο ἱερή, τόσο ἀνησυχαστική, ποὺ δὲν τόλμησα. Σὰν ἁμαρτία, σὰν ἱεροσυλία μου φάνηκε ἐδῶ ἡ φωνὴ τοῦ ἀνθρώπου.
Εἶχαν πιὰ συνηθίσει τὰ μάτια μου στὸ σκοτάδι, κι ὡς τὰ γούρλωνα καὶ κοίταζα, ἕνας φωσφορισμὸς ἁπαλός, ἕνα πρόσωπο χλωμό, δυὸ χέρια σκελεθρωμένα κουνήθηκαν στὸ βάθος τῆς σπηλιᾶς κι ἀκούστηκε γλυκιὰ ξεπνεμένη φωνή:
– Καλῶς τὸν!
Ἔκαμα κουράγιο, μπῆκα στὴ σπηλιά, προχώρησα κατὰ τὴ φωνή. Κουλουριασμένος χάμω, εἶχε σηκώσει τὸ κεφάλι ὁ ἀσκητής, καὶ διέκρινα στὸ μεσοφωτο τὸ πρόσωπό του ἄτριχο, φαγωμένο ἀπὸ τὶς ἀγρύπνιες καὶ τὴν πείνα, μὲ ἀδειανοὺς βολβούς, νὰ γυαλίζει βυθισμένο σὲ ἀνείπωτη μακαριότητα. Τὰ μαλλιὰ τοῦ εἶχαν πέσει, ἔλαμπε τὸ κεφάλι του σὰν κρανίο.
– Εὐλόγησον, πάτερ, εἶπα κι ἔσκυψα νὰ τοῦ φιλήσω τὸ κοκαλιασμένο χέρι.
Κάμποση ὥρα σωπαίναμε.
Κοίταζα μὲ ἀπληστία τὴν ψυχὴ τούτη ποὺ εἶχε ἐξαφανίσει τὸ κορμί της, αὐτὸ βάραινε τὶς φτεροῦγες της καὶ δὲν τὴν ἄφηνε ν’ ἀνέβει στὸν οὐρανό.Ἀνήλεο, ἀνθρωποφάγο θεριὸ ἡ ψυχὴ ποὺ πιστεύει.Κρέατα, μάτια, μαλλιά, ὅλα του τὰ χὲ φάει.Δὲν ἤξερα τί νὰ πῶ, ἀπὸ ποὺ ν’ ἀρχίσω.
Σὰν ἕνα στρατόπεδο ὕστερα ἀπὸ φοβερὴ σφαγή μου φάνταζε τὸ σαράβαλο κορμὶ μπροστά μου. Ξεκρίνα ἀπάνω του τὶς νυχιὲς καὶ τὶς δαγκωματιὲς τοῦ Πειρασμοῦ.
Ἀποκότησα τέλος:
– Παλεύεις ἀκόμα μὲ τὸ Διάβολο, πάτερ Μακάριε; τὸν ρώτησα.
- Ὄχι πιά, παιδί μου.Τώρα γέρασα, γέρασε κι αὐτὸς μαζί μου. Δὲν ἔχει δύναμη. Παλεύω μὲ τὸ Θεό.
– Μὲ τὸ Θεὸ ! ἔκαμα ξαφνιασμένος κι ἐλπίζεις νὰ νικήσεις;
–Ελπίζω νὰ νικηθῶ, παιδί μου. Μοῦ ἀπόμειναν ἀκόμα τὰ κόκαλα. Αὐτὰ ἀντιστέκουνται.
– Βαριὰ ἡ ζωή σου, γέροντά μου. Θέλω κι ἐγὼ νὰ σωθῶ, δὲν ὑπάρχει ἄλλος δρόμος;
– Πιὸ βολικός; ἔκαμε ὁ ἀσκητὴς καὶ χαμογέλασε μὲ συμπόνια.
– Πιὸ ἀνθρώπινος, γέροντά μου.
– Ἕνας μονάχα δρόμος.
– Πῶς τὸν λέν;
– Ἀνήφορο. Ν’ ἀνεβαίνεις ἕνα σκαλί. Ἀπὸ τὸ χορτασμὸ στὴν πείνα, ἀπὸ τὸν ξεδιψασμὸ στὴ δίψα, ἀπὸ Τὴ Χαρὰ Στὸν Πόνο. Στὴν κορφὴ τῆς πείνας, τῆς δίψας, τοῦ πόνου κάθεται ὁ Θεός. Στὴν κορφὴ τῆς καλοπέρασης κάθεται ὁ Διάβολος διάλεξε.
– Εἶμαι ἀκόμα νέος. Καλὴ ναὶ ἡ γής, ἔχω καιρὸ νὰ διαλέξω. Ἅπλωσε ὁ ἀσκητὴς τὰ πέντε, κόκαλα τοῦ χεριοῦ του, ἄγγιξε τὸ γόνατό μου, μὲ σκούντηξε:
- Ξύπνα, παιδί μου, ξύπνα, πρὶν σὲ ξυπνήσει o Χάρος.
Ἀνατριχίασα.
– Εἶμαι νέος, ξανάπα γιὰ νὰ κάμω κουράγιο.
- Ὁ Χάρος ἀγαπάει τοὺς νέους. Ἡ Κόλαση ἀγαπάει τοὺς νέους. Ἡ ζωὴ ναὶ ἕνα μικρὸ κεράκι ἀναμμένο, εὔκολα σβήνει, ἔχε τὸ νοῦ σου, ξύπνα!
Σώπασε μία στιγμή, καὶ σὲ λίγο:
– Εἶσαι ἕτοιμος; μοῦ κάνει.
Ἀγανάχτηση μὲ κυρίεψε καὶ πεῖσμα.
– Ὄχι! φώναξα.
– Αὐθάδεια τῆς νιότης! Τὸ λὲς καὶ καυχιέσαι, μὴ φωνάζεις. Δὲ φοβᾶσαι;
– Ποιὸς δὲ φοβᾶται; Φοβοῦμαι. Κι ἐλόγου σου, πάτερ ἅγιε, δὲ φοβᾶσαι;
Πείνασες, δίψασες, πόνεσες, κοντεύει νὰ φτάσεις στὴν κορφὴ τῆς σκάλας, φάνηκε! πόρτα τῆς Παράδεισος. Μὰ θ’ ἀνοίξει ἡ πόρτα αὐτὴ νὰ μπεῖς; Θ’ ἀνοίξει; εἶσαι σίγουρος;
Δύο δάκρυα κύλησαν ἀπὸ τὶς κόχες τῶν ματιῶν του. Ἀναστέναξε. Καὶ σὲ λίγο:
- Εἶμαι σίγουρος γιὰ τὴν καλοσύνη τοῦ Θεοῦ. Αὐτὴ νικάει καὶ συχωρνάει τὶς ἁμαρτίες τοῦ ἀνθρώπου.
– Κι ἐγὼ εἶμαι σίγουρος γιὰ τὴν καλοσύνη τοῦ Θεοῦ. Αὐτὴ λοιπὸν μπορεῖ νὰ συχωρέσει καὶ τὴν αὐθάδεια τῆς νιότης.
– Ἀλοίμονο νὰ κρεμόμαστε μονάχα ἀπὸ τὴν καλοσύνη τοῦ Θεοῦ. Ἡ κακία τότε κι ἡ ἀρετὴ θὰ μπαίναν ἀγκαλιασμένες στὴν Παράδεισο.
– Δὲν εἶναι, θαρρεῖς, γέροντά μου,ἡ καλοσύνη τοῦ Θεοῦ τόσο μεγάλη;
Κι ὡς τὸ πά, ἄστραψε στὸ νοῦ μου ὁ ἀνόσιος, μπορεῖ, μά, ποιὸς ξέρει, μπορεῖ ὁ τρισάγιος στοχασμός, πῶς θὰ ρθεῖ καιρὸς τῆς τέλειας λύτρωσης, τῆς τέλειας φιλιώσης, θὰ σβήσουν οἱ φωτιὲς τῆς Κόλασης, κι ὁ Ἄσωτος Υἱός, ὁ Σατανᾶς, θ’ ἀνέβει στὸν οὐρανό, θὰ φιλήσει τὸ χέρι τοῦ Πατέρα καὶ δάκρυα θὰ κυλήσουν ἀπὸ τὰ μάτια του: «Ἥμαρτον!» θὰ φωνάξει, κι ὁ Πατέρας θ’ ἀνοίξει τὴν ἀγκάλη του: «Καλῶς ἦρθες» θὰ τοῦ πεῖ «καλῶς ἦρθες, γιέ μου.
Συχώρεσε μὲ ποὺ σὲ τυράννησα τόσο πολύ!».
Μὰ δὲν τόλμησα νὰ ξεστομίσω τὸ στοχασμό μου.
Πῆρα ἕνα πλάγιο μονοπάτι νὰ τοῦ τὸ πῶ.
– Ἔχω ἀκουστά, γέροντά μου, πῶς ἕνας ἅγιος, δὲ θυμᾶμαι τώρα ποιός, δὲν μποροῦσε νὰ βρεῖ ἀνάπαψη στὴν Παράδεισο.
Ἄκουσε ὁ Θεὸς τοὺς στεναγμούς του, τὸν κάλεσε:
«Τί ἔχεις κι ἀναστενάζεις;» τὸν ρώτησε. «Δὲν εἶσαι εὐτυχής;
Πῶς νὰ μαὶ εὐτυχής, Κύριε;» τοῦ ἀποκρίθηκε ὁ ἅγιος. Στὴ μέση μέση της Παράδεισος ἕνα σιντριβάνι καὶ κλαίει.
Τί συντριβάνι;
Τὰ δάκρυα τῶν κολασμένων.
Ὁ ἀσκητὴς ἔκαμε τὸ σημάδι τοῦ σταυροῦ, τὰ χέρια τοῦ ἔτρεμαν.
– Ποιὸς εἶσαι; ἔκαμε μὲ φωνὴ ξεψυχισμένη.
Ὕπαγε ὀπίσω μου, Σατανᾶ!
Ἔκαμε πάλι τὸ σταυρὸ τοῦ τρεῖς φορές, ἔφτυσε στὸν ἀέρα:
– Ὕπαγε ὀπίσω μου, Σατανᾶ, ξανάπε, κι ἡ φωνὴ τοῦ τώρα εἶχε στερεώσει.
Ἄγγιξα τὸ γόνατό του ποὺ γυάλιζε γυμνὸ στὸ μεσοφωτο. Τὸ χέρι μου πάγωσε.
– Γέροντά μου, τοῦ κάνω, δὲν ἦρθα ἐδῶ νὰ σὲ πειράξω, δὲν εἶμαι ὁ Πειρασμός. Εἶμαι ἕνας νέος ποὺ θέλει νὰ πιστέψει ἁπλοϊκά, χωρὶς νὰ ρωτάει, ὅπως πίστευε ὁ παππούς μου ὁ χωριάτης θέλω, μὰ δὲν μπορῶ.
– Ἀλίμονό σου, ἀλίμονό σου, δυστυχισμένε.
Τὸ μυαλὸ θὰ σὲ φάει, τὸ ἐγὼ θὰ σὲ φάει.
Ὁ ἀρχάγγελος Ἑωσφόρος, ποὺ ἐσὺ ὑπερασπίζεσαι καὶ θὲς νὰ τὸν σώσεις, ξέρεις πότε γκρεμίστηκε στὴν Κόλαση;
Ὅταν στράφηκε στὸ Θεὸ κι εἶπε:
Ἐγώ. Ναὶ ναί, ἄκου, νεαρέ, καὶ βάλ’ τὸ καλὰ στo νοῦ σου:
– Ἕνα μονάχα πράμα κολάζεται στὴν Κόλαση, τὸ ἐγώ.
Τὸ ἐγώ, ἀνάθεμα τό!
Τίναξα τὸ κεφάλι πεισματωμένος:
– Μὲ τὸ ἐγὼ αὐτὸ ξεχώρισε ὁ ἄνθρωπος ἀπὸ τὸ ζῶο, μὴν τὸ κακολογᾶς, πάτερ Μακάριε.
– Μὲ τὸ ἐγὼ αὐτὸ ξεχώρισε… ἀπὸ τὸ Θεό. Πρῶτα ὅλα ἦταν ἕνα μὲ τὸ Θεό, εὐτυχισμένα στὸν κόρφο του. Δὲν ὑπῆρχε ἐγὼ καὶ σὺ κι ἐκεῖνος δὲν ὑπῆρχε δικό σου καὶ δικό μου, δὲν ὑπῆρχαν δυό, ὑπῆρχε ἕνα. Τὸ Ἕνα, ὁ Ἕνας. Αὐτὸς εἶναι ὁ Παράδεισος ποὺ ἀκοῦς, κανένας ἄλλος. Ἀπὸ κεῖ ξεκινήσαμε, αὐτὸν θυμᾶται καὶ λαχταρίζει ἡ ψυχὴ νὰ γυρίσει. Βλογημένος ὁ θάνατος! τί ναὶ ὁ θάνατος, θαρρεῖς;Ἕνα μουλάρι, τὸ καβαλικεύουμε καὶ πᾶμε.
Μιλοῦσε, κι ὅσο μιλοῦσε τὸ πρόσωπό του φωτίζουνταν.
Γλυκό, εὐτυχισμένο χαμόγελο ξεχύνουνταν ἀπὸ τὰ χείλια του κι ἐπίανε ὅλο του τὸ πρόσωπο. Ἐνίωθες βυθίζουνταν στὴν Παράδεισο.
– Γιατί χαμογελᾶς, γέροντά μου;
– Εἶναι νὰ μὴ χαμογελῶ; μοῦ ἀποκρίθηκε εἶμαι εὐτυχής, παιδί μου.
Κάθε μέρα, κάθε ὥρα, γροικῶ τὰ πέταλα τοῦ μουλαριοῦ, γροικῶ τὸ Χάρο νὰ ζυγώνει. Εἶχα σκαρφαλώσει τὰ βράχια γιὰ νὰ ξομολογηθῶ στὸν ἄγριο τοῦτον ἀπαρνητὴ τῆς ζωῆς. Μὰ εἶδα ἦταν ἀκόμα πολὺ ἐνωρίς.
Ἡ ζωὴ μέσα μου δὲν εἶχε ξεθυμάνει, ἀγαποῦσα πολὺ τὸν ὁρατὸ κόσμο, ἔλαμπε o Ἑωσφόρος στὸ μυαλό μου, δὲν εἶχε ἀφανιστεῖ μέσα στὴν τυφλωτικὴ λάμψη τοῦ Θεοῦ.
Ἀργότερα, συλλογίστηκα, σὰ γεράσω, σὰν ξεθυμάνω, σὰν ξεθυμάνει μέσα μου κι o Ἑωσφόρος.
Σηκώθηκα. Ἀσκωσε ὁ γέροντας τὸ κεφάλι.
– Φεύγεις; ἔκαμε ἄε στὸ καλό. Ὁ Θεὸς μαζί σου.
Καὶ σὲ λίγο, περιπαιχτικά:
– Χαιρετίσματα στὸν κόσμο.
– Χαιρετίσματα στὸν οὐρανό, ἀντιμίλησα. Καὶ πὲς στὸ Θεό, δὲ φταῖμε ἐμεῖς, φταίει αὐτὸς ποὺ ἔκαμε τὸν κόσμο τόσο ὡραῖο
http://proskynitis.blogspot.com
http://agioritikesmnimes.blogspot.com/