[img]
[/img]
ΓΕΡΟΝΤΟΣ ΕΦΡΑΙΜ ΦΙΛΟΘΕΪΤΟΥ
Ἡ δύναμις τῆς πίστεως καί τῆς Προσευχῆς
Θά παρακαλοῦσα νά μοῦ δώσετε τήν εὐχή σας, γιά νά φωτίση ὁ Θεός τό σκότος μου καί νά μπορέσω νά σᾶς μιλήσω δύο λόγια.
Θά σᾶς διαβάσω μία μικρή περικοπή τοῦ Εὐαγγελίου μας: «Τῷ καιρῶ ἐκείνω ἐξῆλθεν ὁ Ἰησοῦς εἰς τά μέρη Τύρου καί Σιδῶνος. Καί ἰδού γυνή Χαναναία ἀπό τῶν ὁρίων ἐκείνων ἐξελθοῦσα ἐκραύγασεν αὐτῶ λέγουσα. ἐλέησον μέ, Κύριε, Υἱέ Δαυίδ. ἡ θυγάτηρ μου κακῶς δαιμονίζεται. Ὁ δέ οὐκ ἀπεκρίθη αὐτή λόγον. Καί προσελθόντες οἱ μαθηταί αὐτοῦ ἠρώτων αὐτόν λέγοντες ἀπολυσον αὐτήν, ὅτι κράζει ὄπισθεν ἠμῶν. Ὁ δέ ἀποκριθεῖς εἶπεν. οὐκ ἀπεστάλην εἰ μή εἰς τά πρόβατα τά ἀπολωλότα οἴκου Ἰσραήλ. Ἡ δέ ἐλθοῦσα προσεκύνησεν αὐτῶ λέγουσα. Κύριε, βοήθει μοί. Ὁ δέ ἀποκριθεῖς εἶπεν. οὐκ ἔστι καλόν λαβεῖν τόν ἄρτον τῶν τέκνων καί βαλεῖν τοῖς κυναρίοις. Ἡ δέ εἶπε. ναί, Κύριε. καί γάρ τά κυνάρια ἐσθίει ἀπό τῶν ψιχίων τῶν πιπτόντων ἀπό τῆς τραπέζης τῶν κυρίων αὐτῶν. Τότε ἀποκριθεῖς ὁ Ἰησοῦς εἶπεν αὐτή. ὤ γύναι, μεγάλη σου ἡ πίστις! Γενηθήτω σοί ὡς θέλεις. Καί ἰάθη ἡ θυγάτηρ αὐτῆς ἀπό τῆς ὥρας ἐκείνης» (Μάτθ. ἴε', 21-28).
Ἐδῶ βλέπουμε μία γυναίκα Χαναναία, ἐννοεῖται εἰδωλολάτρισσα, ἡ ὁποία εἶχε μία κόρη, πού ἦταν δαιμονισμένη. καί πάρα πολύ φυσικό ἦταν νά ὑποφέρη αὐτή ἡ μητέρα μαζί μέ τήν κόρη. Ἐκείνη σάν δαιμονισμένη βέβαια δέν καταλάβαινε, ὅταν τό δαιμόνιο τήν....
τυραννοῦσε καί τήν ἔθλιβε. ἀλλά ἡ μητέρα βλέπουσα τό παιδί τῆς σ' αὐτήν τήν κατάστασι -ἄρρωστη γιά πολλά χρόνια- εἶχε πληγή μέσα τῆς πολύ μεγάλη καί φλεγόταν. Ὁπωσδήποτε θά τήν πῆγε σέ γιατρούς, θά ἔτρεξε ἐδῶ κι ἐκεῖ. θεραπεία μηδεμία. Ἄκουσε ὅτι στό Ἰσραήλ ὑπάρχει ἕνας ἄνθρωπος, ἕνας προφήτης, ὁ ὁποῖος κάνει θαύματα. Δαιμόνια βγάζει, ἀσθένειες θεραπεύει, ἁμαρτωλούς συγχωρεῖ, τούς πάντας δέχεται, κανένα δέν διώχνει. Ἔτσι πῆρε τό θάρρος. Σκέφθηκε: «Αὐτός θά εἶναι ὁ Σωτήρας μου, σ' Αὐτόν θά τρέξω. τό βλέπω στήν πράξι, ὅτι κάνει τόσες θεραπεῖες καί τόσα καλά στούς ἀνθρώπους».
Καί ἦρθε. ἦρθε μέ πολλή πίστι καί Τόν προσκύνησε τόν Χριστό μας καί τοῦ εἶπε: «Κύριε, ἡ θυγάτηρ μου κακῶς, δηλαδή πολύ ἄσχημα, δαιμονίζεται καί ὑποφέρει τρομερά καί θεραπεία ἀπό πουθενά. Παρακαλῶ, Σέ ἱκετεύω, Σέ προσκυνῶ, Σέ λατρεύω, κᾶνε τή θεραπεία, κᾶνε τό θαῦμα Σου καί στό δικό μου κορίτσι». Φαίνεται ὅτι Τόν πίεζε τόν Χριστό μέ τίς κραυγές καί τίς παρακλήσεις τῆς ἀκολουθώντας ἀπό πίσω Του, Τόν ἔθλιβε, Τόν κούραζε. Ἀλλά ὁ Κύριος δέν κουράζεται. Οἱ μαθηταί βλέποντας τή Χαναναία νά ἀκολουθῆ μέ τόση ἐπιμονή καί νομίζοντας ὅτι τόν Κύριο τόν στενοχωρεῖ, Τόν παρεκάλεσαν νά τήν ἀπολύση, νά τή διώξη, νά τελείωση τό θέμα της. Αὐτή ὅμως ἦρθε μέ περισσότερη ἐπιμονή καί Τόν παρακαλοῦσε, κι ἔπεφτε στά πόδια Τοῦ λέγοντας: «Κύριε, κᾶνε ἔλεος». Τότε ὁ Κύριος στράφηκε στούς ἀποστόλους Του καί εἶπε: «Δέν ἦρθα ἐγώ ἐδῶ κάτω στή γῆ νά θεραπεύσω ἀλλοτρίους, παρά μόνον τά χαμένα, τά ἀπολωλότα πρόβατα τοῦ Ἰσραήλ». Ἐπειδή ὁ Ἰσραήλ ἦταν ὁ ἐκλεκτός λαός τοῦ Θεοῦ, οἱ Ἰσραηλίται πίστευαν ὅτι αὐτοί ἦταν ἀποκλειστικά τά παιδιά τοῦ Θεοῦ κι ὅλους τους ἄλλους ἀνθρώπους τούς θεωροῦσαν γιά τίποτα. Βέβαια ὁ Κύριος εἶχε τό σκοπό Του, πού τό εἶπε αὐτό. Τό ἔκανε γιά νά προκαλέση τή γυναίκα νά πέση μέ περισσότερη θερμότητα, νά ἀναπτύξη περισσότερο τή μεγάλη της πίστι, ὥστε νά θεατρίση τούς Γραμματεῖς καί Φαρισαίους, τούς νομοδιδασκάλους, πού ἐνομίζοντο ὅτι ἦταν σπουδαῖοι, ὅτι ἦταν τά κατ' ἐξοχήν παιδιά τοῦ Θεοῦ, οἱ εὐπειθεῖς καί ὑπάκουοι στό νόμο τοῦ Θεοῦ. Καί στή συνέχεια εἶπε ὁ Κύριος: «Οὐκ ἔστι καλόν λαβεῖν τόν ἄρτον τῶν τέκνων καί βαλεῖν τοῖς κυναρίοις», δηλαδή δέν εἶναι δυνατόν, δέν εἶναι καλό νά στερήσω τή θεραπεία, τήν ὁποία ἔχω νά δώσω στά παιδιά τοῦ Ἰσραήλ καί νά τή δώσω στά κυνάρια, στά σκυλάκια, ὅπως ἐλογίζοντο οἱ ἀλλότριοι, οἱ ἔξω ἀπό τήν πίστι στό Θεό, οἱ εἰδωλολάτρες.
Ὅταν αὐτή ἤκουσε τόν Κύριο νά λέγη αὐτό τό πράγμα, φαίνεται ὅτι πόνεσε πολύ καί μέ τό φόβο μήπως ἀποτύχη αὐτῆς τῆς μεγάλης θεραπείας, αὐτοῦ του μεγάλου καλοῦ, αὐτῆς τῆς λυτρώσεως, πού προσδοκοῦσε ἀπό τόν Κύριο, ἔπεσε κάτω στά πόδια Του καί εἶπε: «Ναί, Κύριε, πράγματι ἐμεῖς εἴμαστε κυνάρια, ἐνῶ τά παιδιά τοῦ Ἰσραήλ εἶναι τά παιδιά τοῦ Θεοῦ. Ἀλλά καί τά κυνάρια πολλές φορές τρώγουν τά ψιχία, τά ψίχουλα, αὐτά πού πέφτουν ἀπό τό τραπέζι τῶν παιδιῶν!» Σάν νά ἔλεγε: «Ψίχουλα δῶσε καί σέ μένα, μία καί λογίζομαι κυνάριο καί ὄχι ἕνα ἀπό τά παιδιά τοῦ Ἰσραήλ τά διαλεχτά». Κι ὅταν εἶδε ὁ Κύριος τήν τόσο μεγάλη της πίστι, ἀμέσως τῆς εἶπε: «Γυναίκα μεγάλη εἶναι ἡ πίστις σου! Νά γίνη ὅ,τι ἐπιθυμεῖς!» Κι ἀπό τήν στιγμή ἐκείνη τό κορίτσι τῆς ἔγινε καλά. Ἐθριάμβευσε ἡ πίστις!
Ἔχουμε ἐπίσης καί τήν αἱμορροοῦσα γυνή. Κι αὐτή ὅπως βλέπουμε στό Ἱερό Εὐαγγέλιο ἔπασχε ἐπί δώδεκα ἔτη ἀπό χρόνια αἱμορραγία. δέν ἔβρισκε πουθενά θεραπεία. Ξόδεψε πάρα πολλά χρήματα σέ γιατρούς καί φάρμακα καί θεραπεία μηδεμία. Μέ τήν πίστι της στό Χριστό μας Τόν πλησίασε. Πίστευε ἀκράδαντα ὅτι ἄν Τόν ἀκουμπήση τόν Ἰησοῦ, θά γίνη καλά. Καί δέν ἀπέτυχε τοῦ αἰτήματος τῆς καρδιᾶς της. Ὁ Χριστός γιά νά δείξη τή μεγάλη της πίστι καί τή θεραπεία συγχρόνως, εἶπε στούς μαθητᾶς Του: «Κάποιος μέ ἀκούμπησε, ποιός εἶναι;» Ἀπάντησαν οἱ ἀπόστολοι: «Μά, Κύριε, τόσος κόσμος εἶναι ἐδῶ καί οἱ ὄχλοι Σέ συνθλίβουν καί λές τώρα, ποιός Σέ ἀκούμπησε ἰδιαίτερα;» «Ναί, κάποιος μέ ἀκούμπησε. Ἐγώ γνώρισα ὅτι ἀπό μένα βγῆκε κάποια δύναμι. ποιός εἶναι αὐτός ὁ ἄνθρωπος;» Βλέποντας ἡ γυναίκα ὅτι δέν λανθάνει τοῦ Χριστοῦ αὐτό πού ἔκανε, Τόν πλησίασε καί τρέμοντας ἔπεσε στά πόδια Του κι ὁμολόγησε ἐνώπιον ὅλου του λαοῦ τό θαῦμα, ὅτι δηλαδή ἀπό τή στιγμή ἐκείνη πού Τόν ἄγγιξε, σταμάτησε ἡ αἱμορραγία καί ἐθεραπεύθη ἀμέσως. Τότε τῆς εἶπε ὁ Ἰησοῦς: «Ἔχε θάρρος, κόρη μου, ἡ πίστις σου σέ ἔσωσε. Πορεύου εἰς εἰρήνην» (Λούκ. η', 43-48).
Καί σέ μία ἄλλη παραβολή τοῦ Εὐαγγελίου βλέπουμε κάποια χήρα νά ἐνοχλῆ φορτικά, νά «ὑποπιάζη» ἕναν κριτή, ὁ ὁποῖος δέν εἶχε φόβο Θεοῦ καί ἐντροπή ἀνθρώπων, νά τήν «ἐκδικήση», δηλαδή νά τήν προστατεύση καί νά τήν ἀπαλλάξη ἀπό κάτι, πού ἠδικεῖτο ἀπό κάποιον ἀντίδικο. Καί εἴδατε τί ἔκανε ὁ κριτής τῆς ἀδικίας; Μετά ἀπό τήν πολλή πίεσι καί ἐνόχλησι, πού τοῦ δημιούργησε αὐτή ἡ γυναίκα, γιά νά τήν ξεφορτωθῆ, τῆς ἔκανε τό αἴτημα (Λούκ. ἰη', 1-
. Ἐάν αὐτός ὁ κριτής ὁ ἀθεόφοβος κατέληξε νά κάνη τό αἴτημα τῆς χήρας, γιατί τόν ἐνοχλοῦσε καί τόν πίεζε, πολλῶ μᾶλλον ὁ Οὐράνιος Πατέρας θά κάνη τά αἰτήματα τῶν τέκνων του! Αὐτό πρέπει νά κάνουμε κι ἐμεῖς. Νά αἰτούμεθα, νά παρακαλοῦμε, νά κρούωμε τήν θύρα τοῦ ἐλέους τοῦ Κυρίου καί θά τύχουμε ἀπαντήσεως. Γι' αὐτό νά πάρουμε τό θάρρος, νά ἐγκολπωθοῦμε τήν πίστι καί νά μή σταματήσουμε ποτέ νά αἰτούμεθα διά τῆς προσευχῆς τά ὅσα μᾶς ἀπασχολοῦν, τόσο σάν ἁμαρτήματα, ὅσο καί σάν πάθη ἤ καί ἀκόμη σάν ὑποθέσεις ζωῆς. Ἔχουμε τήν προσευχή, ἡ ὁποία τόσα πολλά καλά ἐπιφέρει στόν προσευχόμενο, ὅταν πιστεύη ἀκράδαντα ὅτι θά τύχη τῆς ἀπαντήσεως.
Ὅταν κατέβηκε ὁ Κύριος ἀπό τό Ὅρος Θαβώρ μετά τήν Μεταμόρφωσι, ἦρθε ἕνας πατέρας ὁ ὁποῖος εἶχε κι αὐτός παιδί σεληνιαζόμενο καί προσέπεσε στά πόδια τοῦ Χριστοῦ μας καί τοῦ εἶπε: «Κύριε, δέομαί σου, Σέ παρακαλῶ, ἐλέησε τό παιδί μου, γιατί σεληνιάζεται καί κακῶς πάσχει. Τό ὠδήγησα στούς μαθητᾶς σου, ἀλλά δέν μπόρεσαν νά τό θεραπεύσουν. Λυπήσου μας καί ὅσο δύνασαι βοήθησέ μας». Καί ὁ Κύριος του εἶπε: «Ἐάν μπορῆς νά πιστεύσης ὅτι δύναμαι νά κάνω καλά τό παιδί σου, τά πάντα εἶναι δυνατά σ' αὐτόν πού πιστεύει». Φοβούμενος δέ ὁ φτωχός μήπως τυχόν δέν πιστεύει, ὅπως χρειάζεται καί ὅσο χρειάζεται, γιά νά θεραπευθῆ τό παιδί του, λέγει μέ δάκρυα στόν Κύριο: «Πιστεύω, Κύριε, βοήθησέ μου τήν ἀπιστία, ἐνίσχυσέ μου τήν ἀπιστία, γιά νά γίνη ἡ πίστις μου δυνατή, ὥστε τό παιδί μου νά γίνη καλά». Καί τότε ὁ Κύριος ἐπετίμησε τό ἀκάθαρτο πνεῦμα κι ἀφοῦ ἐσπάραξε πολύ τό παιδί βγῆκε ἀπό μέσα του, ἀφήνοντας τό κάτω στή γῆ σάν νεκρό. Τότε ὁ Χριστός μας τό ἐπίασε ἀπό τό χέρι, τό σήκωσε καί τό παρέδωσε στόν πατέρα τοῦ θεραπευμένο (Μάτθ. Ἰζ', 14-20, Μάρκ. θ', 17-27, καί Λούκ. θ', 37-43).
Κι ἐμεῖς ὅταν ἔχουμε τά αἰτήματά μας, ὅταν ἔχουμε τίς ἀνάγκες μας, ὅταν μᾶς προσβάλλη ἡ ἁμαρτία, μᾶς προσβάλλουν, μᾶς στριμώχνουν, μᾶς πρεσσάρουν τά πάθη, νά γονατίζουμε μέ ὅλη μας τήν καρδιά καί νά φωνάζουμε -εἰ δυνατόν οἱ προσευχές μας νά συνοδεύωνται ἀπό δάκρυα- καί τά αἰτήματά μας θά γίνουν εἰσακουστά ἀπό τόν Θεό. Βλέπουμε καί τόν Δαυίδ στόν ρμ' (140) Ψαλμό του, στόν Ἑσπερινό νά λέγη: «Κύριε, ἐκέκραξα πρός Σέ, εἰσάκουσόν μου, εἰσάκουσόν μου Κύριε». Κύριε κράζω πρός Σέ, φωνάζω σέ Σένα μέ ὅλη τήν καρδιά μου, μέ ὅλη τήν ψυχή μου. ἄς εἰσακουσθοῦν τά λόγια της προσευχῆς μου, ἄς ἔρθουν στά αὐτιά Σου καί ἐκπλήρωσε τά αἰτήματά μου. «Κατευθυνθήτω ἡ προσευχή μου ὡς θυμίαμα ἐνώπιόν Σου». Πράγματι μία τέτοια προσευχή εἶναι ἀδύνατον νά μήν εἰσακουσθῆ. Ἀλλά οἱ προσευχές μας καί ἰδιαίτερα οἱ δικές μου, εἶναι αὐτές πού δέν παίρνουν ἀπάντησι. Γιατί; Γιατί ὅταν προσευχόμαστε ὁ νοῦς μας δέν εἶναι ἐκεῖ.
Κάποιος εἰδωλολάτρης ἱερεύς εἶπε σέ κάποιους μοναχούς:
- Ὅταν ἐσεῖς προσεύχεσθε στό Θεό σας, σᾶς ἀπαντᾶ ὁ Θεός σας;
- Ὄχι, εἶπαν οἱ μοναχοί.
- Ἐμένα μου ἀπαντᾶ ὁ θεός μου. Γιά νά μή σᾶς ἀπαντᾶ, λέει, ὁ Θεός σας, σημαίνει ὅτι ἔχετε κακούς λογισμούς. Καί εἶπαν οἱ πατέρες:
- Ὄντως ἔτσι ἔχει ἡ ἀλήθεια.
Βέβαια σ' αὐτόν ἀπαντοῦσε ὁ διάβολος, ἀλλά οἱ πατέρες εἶδαν ὅτι εἶπε τήν ἀλήθεια. Ὅταν προσευχώμεθα, ὁ νοῦς μας, ἡ διάνοιά μας σκορπάει ἐδῶ κι ἐκεῖ καί δέν ξέρουμε τί λέμε. Κι ἀφοῦ ἐμεῖς δέν καταλαβαίνουμε τί λέμε, πῶς θά καταλάβη ὁ Θεός τήν προσευχή μας; Γι' αὐτό χρειάζεται, ὅταν προσευχώμεθα, προηγουμένως νά συλλάβουμε τήν ἁμαρτωλότητά μας, νά τήν κάνουμε αἴσθησι καί νά τοποθετούμεθα μέ ταπείνωσι καί μέ συντριβή καρδίας. Καί ὅταν γίνη αἴσθησις ἡ ἁμαρτωλότητα μέσα στήν καρδιά μας, τότε γίνεται καταστολή τοῦ μετεωρισμοῦ. Ἡ δέ καταστολή τοῦ μετεωρισμοῦ θά δημιουργήση τή διάθεσι καί τό ἀμετεώριστο τῆς προσευχῆς. Τότε τά λόγιά μας θά ἔχουν ἀπήχησι.
Ὅπως βλέπουμε τόν Τελώνη καί τόν Φαρισαῖο. Ὁ Φαρισαῖος ἔκανε προσευχή πολύ περισσότερη ἀπό τόν τελώνη κι ἔλεγε: «Νηστεύω, ἀποδεκατῶ... κ.λπ. καί δέν εἶμαι σάν καί τοῦτον ἐδῶ τόν τελώνη τόν ἄδικο, ὁ ὁποῖος κάνει καταχρήσεις καί τόσα ἄλλα» (Λούκ. ἰη' 9-14). Ὁ μέν Φαρισαῖος ἦταν δίκαιος, διότι εἶχε τή δικαιοσύνη, ἔκανε πράξεις ἐξωτερικά βέβαια καλές, νήστευε, ἀγρυπνοῦσε, ἔκανε γιά τό «θεαθῆναι» ἐλεημοσύνη, ἔκανε προσευχές στά σταυροδρόμια ὅπου σήκωνε ψηλά τά χέρια του, ἔνιπτε τά χέρια τοῦ προτοῦ νά φάγη κι ὅλα τά ἄλλα τά τυπικά τοῦ Νόμου καί ἐνόμιζε κατά τή συνείδησί του ὅτι ἦταν πολύ ἐντάξει.
Ὁ τελώνης δέν ἔκανε πολλή προσευχή. Τί ἔλεγε; «Ἰλάσθητι μοί, Κύριε, τῷ ἁμαρτωλῶ». Δέν εἶπε πολλά πράγματα, ἀλλά τί εἶχε ἡ προσευχή του; Εἶχε κάτι τό ἰδιαίτερο. Ποιό ἦταν αὐτό; Ἡ ἀναγνώρισις ὅτι πράγματι ἦταν τελώνης. καί οἱ τελῶνες τότε ἐθεωροῦντο ἄδικοι, εἶχαν εἰς βάρος τούς τήν κατηγορία τοῦ ἁμαρτωλοῦ, τοῦ τελευταίου ἀνθρώπου, γιατί ἔκλεβαν. Κι ἑπομένως ὁ καημένος ὁ τελώνης αἰσθανόταν τίς ἀδικίες του. Πῶς θά μποροῦσε νά σηκώση ὁ φτωχός κεφάλι καί νά πῆ: «Ἀποδεκατῶ ὅσα κτῶμαι καί νηστεύω δίς τοῦ Σαββάτου, ὅτι κάνω καλές πράξεις καί τόσα ἄλλα;» Αὐτός βλέποντας τή μαυρίλα τῆς ἀδικίας καί τῆς ἁμαρτίας του, ἔπεσε χάμω καί δέν σήκωνε τά μάτια του νά κοιτάξη ψηλά, διότι θεωροῦσε τόν ἑαυτό του σάν τόν πιό τελευταῖο ἄνθρωπο, τόν πιό ὑπεύθυνο ἁμαρτωλό. Κι ὅμως αὐτό τό σκύψιμο, αὐτό τό ὅτι δέν τολμοῦσε νά κοιτάξη ψηλά, ὅλα αὐτά ἦταν προσευχή, ὅλα αὐτά συγκλόνιζαν τόν θρόνο τοῦ θείου ἐλέους. Καί κατέβηκε, λέει, ὁ τελώνης δεδικαιωμένος, ὁ δέ Φαρισαῖος καταδικασμένος. Ἡ ταπείνωσις αὐτή, τό σκύψιμο κάτω μέ τά μάτια χαμηλά, ἡ ἐντροπή πού ἐνοίωθε, ὁ ἔλεγχος τῆς συνειδήσεως πού τόν συνεῖχε, ὅλα αὐτά συνετέλεσαν καί κατέβηκε δεδικαιωμένος, δηλαδή συγχωρημένος ἀπό τόν Θεό.
Τό παράδειγμα ἰδιαίτερα αὐτοῦ του τελώνου μᾶς δίνει τό δίδαγμα, μᾶς φωτίζει τό δρόμο, μᾶς δίνει τήν εὐκαιρία νά σκεφθοῦμε, νά δοῦμε πώς ἀκούγεται ἡ προσευχή τοῦ προσευχομένου. Ἄς ἐλέγξουμε λίγο τόν ἑαυτό μας κι ἄς κάνουμε μία παρατήρησι, μία αὐτοεξέτασι. Ὅταν προσευχηθήκαμε καί τό μυαλό μας, ὁ νοῦς μᾶς γύρισε ὅλο τόν κόσμο καί δέν καταλάβαμε καν τί εἴπαμε, νοιώσαμε καμμία ἀλλοίωσι μέσα μας; Νοιώσαμε ξηρασία σάν νά μή κάναμε προσευχή. Αὐτή εἶναι ἡ ἀπάντησις πού πήραμε. Τό γνωρίσαμε κι αὐτό ἀπό τήν πράξι. Όταν ὅμως σάν τόν τελώνη ἔτσι κι ἐμεῖς προσευχώμεθα, γονατισμένοι, μέ δάκρυα, μέ ταπείνωσι, μέ αὐτογνωσία, νά πιστεύουμε ὅτι οἱ προσευχές μας θά τύχουν ἀπαντήσεως.
Ἡ Ἄννα ἡ Προφήτις, ἡ μητέρα τοῦ Σαμουήλ τοῦ Προφήτου, ἦταν στείρα, ὅπως γνωρίζουμε ἀπό τή Γραφή καί δέν εἶχε παιδιά καθόλου. Ἡ ἄλλη γυναίκα τοῦ ἀνδρός τῆς εἶχε πολλά παιδιά. Σάν στείρα πονοῦσε κι ἐπιθυμοῦσε κι αὐτή νά ἀποκτήση ἕνα παιδάκι. Ὁ πόνος αὐτός τῆς ψυχῆς τήν ὠδήγησε στό ναό τοῦ Θεοῦ νά προσευχηθῆ. Γονατισμένη μέσα στό ναό γοερῶς ἔκλαιγε καί παρακαλοῦσε τό Θεό. Ἀπό τήν πολλή της προσευχή κι ἀπό τό πολύ δόσιμο στό Θεό, δέν καταλάβαινε τίποτα, τί γινόταν γύρω της, γιατί ἦταν ἐξ ὁλοκλήρου δοσμένη ψυχή τέ καί σώματι στό αἴτημα. τά δάκρυα ἔτρεχαν ποτάμι, ἡ καρδιά τῆς φλεγόταν καί ἡ φωνή τῆς ἀνέκραζε γοερῶς. Ὁ Ἠλί ὁ ἱερεύς ἦταν μέσα στό ἱερό, στά Ἅγια τῶν Ἁγίων, καθώς καί ὁ ὑπηρέτης. Λέγει ὁ ὑπηρέτης στόν ἱερέα τοῦ Θεοῦ:
- Τί γίνεται μ' αὐτή τή μεθυσμένη ἔξω; Νά τή βγάλουμε ἀπ' τό ναό.
- Ὄχι, δέν θά τή βγάλουμε, διότι ἡ ψυχή τῆς εἶναι κατώδυνος, πονάει πάρα πολύ. Ἄφησε τήν ἐκεῖ νά ἐκχύση τόν πόνο τῆς ἐνώπιόν του Θεοῦ. Καί γνωρίζουμε ὅτι αὐτή ἡ προσευχή τῆς ἔφερε τόν καρπό τόν ἅγιο μέσα στήν κοιλία της καί ἐγέννησε τόν μεγάλο Προφήτη Σαμουήλ.
Βλέπετε, τί προσευχές χρειάζονται γιά νά πάρουμε ἀπάντησι στά αἰτήματά μας ἀπό τόν Θεό καί ἰδιαίτερα, ὅταν αὐτά εἶναι σοβαρά καί δυσεπίλυτα; Πόσα προβλήματα μᾶς ἀπασχολοῦν, οἰκογενειακά, οἰκονομικά, προβλήματα σχετικά μέ τά παιδιά, γιά τά ὁποία ὅλοι οἱ γονεῖς ἔχουν τρομερή ἀγωνία σήμερα, ἐντός του δικαίου βέβαια. Διότι ἔξω ἀπό τό σπίτι καιροφυλακτοῦν λύκοι καί λέοντες νά τά καταβροχθίσουν. Ἑπομένως ἡ ἀγωνία αὐτῶν τῶν ἀνθρώπων εἶναι πολύ μεγάλη, γιατί βλέπουμε πώς ἀκριβῶς ὁ σατανᾶς περιπλέκει τά παιδιά μέ τό δίχτυ του, τά ἀγκιστρώνει καί τά τραβάει ἔξω ἀπό τή θάλασσα καί ἔτσι δημιουργεῖται ὅλη αὐτή ἡ σῆψις καί ὁ ψυχικός θάνατος τῶν παιδιῶν. Ὅλα αὐτά τά παιδιά θέλουν πολλή προσευχή.
Ἔχουμε βέβαια πολλά παραδείγματα μητέρων, πού ἡ προσευχή τούς ἔσωσε τά παιδιά τους, ὅπως τήν Ἁγία Μόνικα. Ὅπως γνωρίζετε ἡ Ἁγία Μόνικα ἦταν ἡ μητέρα τοῦ Ἱεροῦ Αὐγουστίνου. Ὁ Ἱερός Αὐγουστίνος πρίν γίνη «Ἱερός», ἦταν ὁ ἄσωτος Αὐγουστίνος, ἕνας ἀπό τούς πολύ μεγάλους ἁμαρτωλούς. Ἀλλά ἡ ἁγία αὐτή μητέρα δέν γονάτισε πρό τοῦ μεγίστου κινδύνου, πρό τῆς μεγάλης ἀπώλειας τοῦ παιδιοῦ της. Δέν δειλίασε, πού τό ἔβλεπε στήν ἀσωτεία νά καταρρέη συνέχεια, ἀλλά τό θάρρος τῆς ἦταν μεγάλο καί ἡ πίστις τῆς μεγάλη. Ἀγωνιζόταν στήν προσευχή. ἀνάλογα καί τά δάκρυά της. Καί ὁ πόνος τῆς τόν ἔφερε εἰς μετάνοιαν. Μετανόησε ὁ Ἱερός Αὐγουστίνος. Ἀλλά καί ὅταν ἀργότερα ἔπεσε σέ αἵρεσι, ἔκανε ἄλλον ἀγώνα μεγάλο ἡ μητέρα, γιά νά τόν ἐπαναφέρη στήν Ὀρθόδοξη πίστι. Ἔφτασε στά Μεδιόλανα καί συνάντησε τόν Ἅγιο Ἀμβρόσιο καί ἔκλαιγε καί θρηνοῦσε μπροστά του ἐκθέτοντας τά ὅσα τό παιδί τῆς εἶχε κάνει στή ζωή του. Βλέποντας ὁ ἅγιος τά δάκρυα, βλέποντας τόν πόνο καί τήν πίστι της, τῆς εἶπε:
- Γύναι, αὐτά τά δάκρυα πού χύνεις, δέν θά μείνουν ἔτσι, θά φέρουν καρπό. Πίστευε ὅτι τό παιδί σου θά ἀλλάξη. Καί ἄλλαξε καί ἔγινε ὁ Ἱερός Αὐγουστίνος, πού ἑορτάζεται μεταξύ τῶν Ἁγίων ἀπό τήν Ἐκκλησία μας.
Βλέπετε τῶν μεγάλων μητέρων τά κατορθώματα! Δέν ἐδειλίασαν, δέν ἀπελπίστηκαν, ὅταν ἔβλεπαν τά παιδιά τους νά καταστρέφωνται. Ποτέ ἀπελπισία. Ἡ ἀπελπισία εἶναι πάρα πολύ μεγάλο κακό. Γι' αὐτό πρέπει νά ἐνισχύουμε τά παιδιά, νά τούς σπέρνουμε τόν σπόρο τῆς εὐσεβείας καί νά μή χάνουμε τό θάρρος μας, διότι ὅ,τι σπέρνουμε, δέν χάνεται. Εἰσέρχεται ὁ σπόρος στήν ψυχή τους κι ἄς φαίνεται ὅτι τώρα, πού εἶναι στή νεανική τους ἡλικία, δέν δέχονται τίποτα, ἀντιλογοῦν, βγαίνουν πρός τά ἔξω, δέν ἔρχονται στήν ἐκκλησία καί κάνουν ὠρισμένα λάθη. Στό βάθος ἔχουν πίστι, στό βάθος ἔχουν ἕνα πάρα πολύ ὄμορφο ἄνθρωπο. Νά ξέρετε ὅτι ὁ σπόρος αὐτός θά βλαστήση. Θά ἔρθη καιρός πού ὁ Θεός θά δώση οὔριο ἄνεμο, θά βρέξη, θά ἀνατείλη ὁ ἥλιος τῆς δικαιοσύνης καί τά παιδιά αὐτά θά καρποφορήσουν καρπόν ἑκατονταπλασίονα. Ἄν ὁ Θεός τό καλέση, ὅπως περιμένουμε νά γίνη, καί ἀξιωθοῦν τοῦ μαρτυρίου, τότε θά δῆτε ὅτι τίποτα δέν χάθηκε. Διότι ὁ Χριστός μᾶς σταυρώθηκε γιά ὅλον τόν κόσμο καί ἰδιαίτερα γιά τά παιδιά, τά ὁποία στή σημερινή ἐποχή κινδυνεύουν ἄμεσα.
Καί οἱ γονεῖς καί ἡ ἐκκλησία ὁλόκληρη καί ἰδιαίτερα ἐμεῖς οἱ πνευματικοί πού βλέπουμε τά βαθύτερά του κάθε παιδιοῦ καί γνωρίζουμε τό τί συμβαίνει, πρέπει νά προσευχώμεθα. Νά παρακαλοῦμε νύχτα μέρα καί ἰδιαίτερα γιά ἐκεῖνα τά παιδιά, πού εἶναι γεννημένα στίς αἱρέσεις καί γιά ἐκεῖνα, πού τά ἔχουν καταστρέψει τά ναρκωτικά καί γυρίζουν ἔρημα μέσα στούς δρόμους, χωρίς καμμία σχετική προστασία, χωρίς κανένας νά λαβαίνη πρόνοια γι' αὐτά. Ὅλοι ἔχουν ἀνάγκη ἀπό μία ἀνακούφισι κι ἀπό τόν πόνο κι ἀπό τήν ἀσθένεια κι ἀπό τά προβλήματα τά ψυχολογικά, τά ὁποῖα εἶναι μία μόνιμη κατάστασι πλέον στό νεανικό κόσμο.
Ἐμεῖς οἱ χριστιανοί οἱ ὁποῖοι γνωρίζουμε τήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ, θά πρέπη νά προσευχώμεθα γιά κάθε πλάσμα ἐπάνω στή γῆ, γιά κάθε χαμένο, γιά κάθε πονεμένο ἄνθρωπο, γιά κάθε πονεμένη ψυχή, διότι τότε θά ἐκπληρώσουμε τό χρέος μας ἀπέναντι στόν Θεό καί τότε θά εἴμεθα πραγματικά παιδιά τοῦ Θεοῦ. Καί ὁ Θεός ἔτσι κάνει. Εἶναι ἁπλωμένος σέ ὅλον τόν κόσμο, ἄσχετα ἄν οἱ ἄνθρωποι Τόν βλασφημοῦν, ἄν ἀσεβοῦν, ἄν Τόν ἔχουν ξεχάσει ἤ κι ἄν δέν Τόν γνωρίζουν καθόλου. Ἡ ἀγάπη μᾶς πρέπει νά ἁπλωθῆ, νά μήν περιορίζεται μόνο στή δική μας οἰκογένεια ἤ στή διπλανή μας, ἀλλά σέ ὅλον τόν κόσμο. Οἱ ἅγιοι Πατέρες καί γιά τά κτήνη ἀκόμη εἶχαν εὐσπλαχνία καί οἰκτιρμούς. Τά ἐλυποῦντο καί τά ἀγαποῦσαν ἀπό τήν ἁγιότητα τῆς ψυχῆς τῶν.
Τά δεινά χρόνια πλησιάζουν. Ὅταν δοῦμε πολέμους καί σεισμούς καί διάφορα γεγονότα, ἐγγύς τό τέλος. Περιμένουμε πολλά νά μᾶς συμβοῦν σύμφωνα μέ τίς προφητεῖες τῶν ἁγίων, εἰς τούς ἐσχάτους χρόνους θά συμβοῦν μεγάλα γεγονότα. Καί ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ καί τῶν ἁγίων εἶναι ἀλήθεια. Τό ἄθλημα, τό ὁποῖον περιμένουμε νά δώσουμε εἶναι γιά τήν πίστι στήν Θεανθρωπία τοῦ Ἰησοῦ, ἀφοῦ βέβαια πιστεύουμε ὅτι ὁ Χριστός ἦτο Θεός κι ἔγινε ἄνθρωπος κι ὅτι κατέβηκε στή γῆ, νά δώση τή λύτρωσι καί νά διώξη τό σκοτάδι τῆς ἀπιστίας καί τῆς ἀθεΐας. Κι ἐμεῖς σάν στρατιῶτες τοῦ Χριστοῦ μας, ἀφοῦ ἀποτελοῦμε τό στράτευμα τοῦ Χριστοῦ, ὀφείλουμε νά προετοιμαστοῦμε, νά ὁπλισθοῦμε. Ἕνα κράτος, ὅταν ἀντιληφθῆ ὅτι κάποιο ἄλλο κράτος ἑτοιμάζει ἐπίθεσι ἀρχίζει τήν προετοιμασία τῆς ἄμυνας καί τῆς ἀντεπιθέσεως. Οὕτω πώς καί ἐμεῖς. Καί ἡ προετοιμασία εἶναι γνωστή.
Νά πιστεύουμε κατά πρῶτον, ὅτι ἐάν ἔχουμε πίστι καί ταπείνωσι θά ἑλκύσουμε τήν Χάρι κι αὐτή τή μεγάλη δύναμι τοῦ Χριστοῦ, γιά νά μαρτυρήσουμε. Ποτέ νά μή πιστέψουμε καί νά τολμήσουμε νά σκεφθοῦμε, ὅτι ἐμεῖς μόνοι μας ἔχουμε αὐτή τή δύναμι. Θά λέμε: «Ἐγώ εἶμαι ἀδύναμος, εἶμαι ἀνίκανος, εἶμαι ἁμαρτωλός, εἶμαι τίποτα, εἶμαι μηδέν, εἶμαι ὁ πιό ἄχρηστος ἄνθρωπος». Μόνον ἡ ταπείνωσις θά ἑλκύση τή δύναμι τοῦ Χριστοῦ καί θά νικήση. Διότι ὅπου ὁ Χριστός ἐπιφοιτᾶ μέ τήν ὑπερφυσική Του δύναμι, ὑπέρ φύσιν ποιεῖ πράγματα. Μή νομίσετε ὅτι μέ τίς προσωπικές καί τίς ἀνθρώπινες δυνάμεις θά ἀντιμετωπίσουμε οἱανδήποτε ἐνέργεια καί ἐπέμβασι τοῦ διαβόλου καί τῶν συνεργατῶν του. Ποτέ. Ὁ ἄνθρωπος εἶναι ἀσθενικός, δέν ἔχει καμμία δύναμι νά ἀντιμετωπίση ὅλα αὐτά τά δεινά, παρά μόνο μέ τή δύναμι τοῦ Θεοῦ. Νά πιστέψουμε ὅτι, ὅταν ὁ Θεός μᾶς καλέση σ' αὐτό τό μαρτύριο, θά δώση «σύν τῷ πειρασμῶ καί τήν ἔκβασιν» (Ἅ' Κορινθ. ἰ' 13) κι ὅτι ὅταν ἐν ταπεινώσει δεχθοῦμε νά δώσουμε αὐτή τή μαρτυρία, θά πάρουμε τή Χάρι τοῦ Θεοῦ, γιά νά νικήσουμε τόν πονηρό καί νά στεφανωθοῦμε.
Ἐν συνέχεια πρέπει νά διορθώσουμε τή ζωή μας, νά τήν κάνουμε ὀρθόδοξη ἀπό ἀπόψεως ἀρετῶν καί ἀγωνισμάτων, γιά νά αἰσθανθοῦμε, νά γευθοῦμε καί νά πιστέψουμε πραγματικά στόν Θεό. Ὅταν πιστέψουμε ὅτι ὁ Χριστός εἰς τόν καιρό τῶν μαρτυρίων ἔκανε θαύματα στούς ἁγίους καί τούς ἐνίσχυε στόν ἀγώνα, θά νοιώσουμε τήν ὕπαρξί Του μέσα μᾶς ζωντανή, ὅπως τήν ἐνοίωσαν οἱ Μάρτυρες. Βλέπουμε στά μαρτύρια τῶν ἁγίων, ὅτι καί οἱ Μάρτυρες καί οἱ Ἀσκηταί ἐδέχοντο ἐπίσκεψι θεϊκή, μαρτυρική, ὁράματα θεία καί ἐπεμβάσεις Χάριτος, χωρίς οἱ γύρω τους νά τό ἀντιλαμβάνωνται, κι ἔτσι ἔπαιρναν δύναμι. Κι ὅλα αὐτά τούς βοηθοῦσαν καί ξεπερνοῦσαν τή μαρτυρική δυσκολία καί ἔτσι ἐτελειώνοντο ἐν Κυρίω. Ὁ Ἀπόστολος Παῦλος σέ μία ἀπό τίς Ἐπιστολές τοῦ λέγει: «Δία πίστεως οἱ ἅγιοι πάντες κατηγωνίσαντο βασιλείας, ....ἐπέτυχον ἐπαγγελιῶν, ἔφραξαν στόματα λεόντων, ἔσβεσαν δύναμιν πυρός, ἐνεδυναμώθησαν ἀπό ἀσθενείας, ...» (Ἑβρ. ἴα', 33-40) καί τόσα ἄλλα ἐπαθον. Δία τῆς πίστεως οἱ Μάρτυρες κατώρθωσαν ὅλα αὐτά τά μεγάλα. ἀγωνίσθηκαν ἐναντίον βασιλέων, ἐναντίον τυράννων, ἐναντίον βασάνων, ἐναντίον τοῦ πυρός καί τόσων ἄλλων δεινῶν καί ἐθριάμβευσαν καί ἐστεφανώθησαν καί ἠγίασαν.
Ἀλλά λέμε: Ἀφοῦ τώρα δέν βλέπουμε ἀρετή, ἔχουμε βαθύ σκότος ἁμαρτίας καί ἀπιστίας καί ἰδιαίτερα στίς χῶρες αὐτές, πού μᾶς κατακλύζουν ὅλες οἱ θρησκεῖες, ὅλες οἱ φυλές, ὅλα τά χρώματα, οἱ σατανιστές, πού ἔχουν μεγάλη ἰσχύ, καί τόσες ἄλλες δοξασίες καί βλασφημίες καί αἱρέσεις, πῶς θά ἀναδειχθοῦν σήμερα οἱ Ἅγιοι; Ἀφοῦ ἔχει ἐκλείψει κάθε ἀρετή, ἀφοῦ ἀσκητᾶς δέν ἔχουμε τώρα, ὅπως τά παληά χρόνια, ποῦ ἠγίαζαν στᾶς ἐρήμους, ἀφοῦ ἡ πίστις θά κλονισθῆ μέχρι τά θεμέλια, ποιοί θά εἶναι οἱ Ἅγιοι τῶν τελευταίων χρόνων;
Καί ὅμως οἱ Ἅγιοι δέν θά ἐκλείψουν μέχρι τῆς συντελείας τῶν αἰώνων. Μέχρι τή Δευτέρα Παρουσία ἡ Ἐκκλησία θά καρποφορῆ Ἁγίους. Καί ἐπειδή τά χρόνια αὐτά θά εἶναι πολύ κοντινά καί περιμένουμε νά δώσουμε αὐτή τή μεγάλη μαρτυρία, ὀφείλουμε ὅλοι νά προετοιμαζώμεθα καί νά ἐνισχύουμε συνεχῶς καί τά παιδιά μας, ἔστω καί μέ τά λίγα, πού γνωρίζουμε, καί νά τά τονώνουμε τήν Ὀρθόδοξη πίστι καί στό μαρτύριο. Ὅποιος θά ἀξιωθῆ νά δώση αὐτή τή μαρτυρία τῆς πίστεως τά ἑπόμενα χρόνια, τά ὁποῖα θά εἶναι τά τελευταῖα καί τά ἔνδοξα, αὐτός ὁ Μάρτυς θά εἶναι δέκα φορές λαμπρότερος εἰς τήν Βασιλείαν τῶν Οὐρανῶν ἀπό τούς προηγουμένους Μάρτυρας, πού ἑορτάζει ἡ Ἐκκλησία μας. Ἄς ἐλπίσουμε κι ἐμεῖς, μέ τή Χάρι τοῦ Κυρίου, ὅτι θά ἀξιωθοῦμε αὐτῆς τῆς μεγάλης τιμῆς τοῦ μαρτυρίου στούς ἐσχάτους χρόνους. Ἀμήν. Γένοιτο.
ΠΗΓΗ: "ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΕΣ ΟΜΙΛΙΕΣ"
ΓΕΡΟΝΤΟΣ ΕΦΡΑΙΜ ΦΙΛΟΘΕΪΤΟΥ
ΕΚΔΟΣΕΙΣ «ΟΡΘΟΔΟΞΟΣ ΚΥΨΕΛΗ»
Ἀπό:Ι.Μ.ΠΑΝΤΟΚΡΑΤΟΡΟΣ