Τοῦ Ἱερομονάχου Γρηγορίου Οἱ ἅγιοι Πατέρες μᾶς διδάσκουν ὅτι, ἡ μνήμη τοῦ θανάτου ἀφ’ ἑνός μας συγκρατεῖ ἀπὸ τὴν ἁμαρτία, ἀφ’ ἑτέρου μᾶς παρακινεῖ νὰ ἐργασθοῦμε τὶς ἀρετές.Λέγει σχετικὰ ὁ ἀββὰς Ἠσαΐας: «Τρία πράγματα ἀποκτᾶ μὲ δυσκολία ὁ ἄνθρωπος, καὶ εἶναι αὐτὰ ποὺ συντηροῦν ὅλες τὶς ἀρετές: Τὸ πένθος, τὰ δάκρυα γιὰ τὶς ἁμαρτίες του καὶ ἡ ἐνθύμηση τοῦ θανάτου του. Διότι ὅποιος καθημερινὰ συλλογίζεται τὸν θάνατο καὶ λέγει στὸν ἑαυτὸ τοῦ "Μόνο τὴν σημερινὴ μέρα ἔχω νὰ ζήσω σ' αὐτὸν τὸν κόσμο", οὗτος ποτὲ δὲν θὰ ἁμαρτήσει ἐνώπιόν του Θεοῦ, ἐνῶ ἐκεῖνος ποὺ ἐλπίζει νὰ ζήσει πολλὰ χρόνια, θὰ μπλεχτῆ σὲ πολλὲς ἁμαρτίες». Ὁ μέγας Ἀντώνιος ἔλεγε στοὺς μαθητές του: «Γιὰ νὰ μὴν πέφτουμε σὲ ἀμέλεια, εἶναι καλὸ νὰ συλλογιζόμαστε διαρκῶς τὸν λόγο τοῦ ἀποστόλου Παύλου Καθ' ἡμέραν ἀποθνήσκω.
Ἂν ζοῦμε ἔτσι, δηλαδὴ σὰν νὰ πεθαίνουμε κάθε μέρα, δὲν θὰ ἁμαρτήσουμε».Καὶ ἐξηγεῖ ὁ Ἅγιος: «Κάθε μέρα, ὅταν ξυπνήσουμε, νὰ σκεφτόμαστε ὅτι δὲν θὰ βραδιάσουμε. Καὶ ὅταν πρόκειται νὰ κοιμηθοῦμε, νὰ σκεφτόμαστε ὅτι δὲν θὰ ξυπνήσουμε, ἀφοῦ ἡ διάρκεια τῆς ζωῆς μᾶς εἶναι ἀπὸ τὴν φύση τῆς ἄγνωστη. Ἂν ἔτσι σκεφτόμαστε, οὔτε θὰ ἁμαρτήσουμε, οὔτε θὰ ἐπιθυμήσουμε τίποτε, οὔτε θὰ ὀργιστοῦμε μὲ κανέναν, οὔτε θὰ μαζέψουμε θησαυροὺς στὴν γῆ. Ἀντίθετα περιμένοντας καθημερινὰ τὸν θάνατο, θὰ ἐπιδιώξουμε τὴν....
ἀκτημοσύνη καὶ θὰ συγχωροῦμε ὅλα σὲ ὅλους».
Ἡ μνήμη τοῦ θανάτου ὁδηγεῖ στὴν θερμὴ καὶ πραγματικὴ μετάνοια.Ὁ ὅσιος Ἰωάννης τῆς Κλίμακος ἀναφέρει τὰ ἑξῆς γιὰ τὸν σύγχρονό του μοναχὸ Ἠσύχιο:Ζοῦσε ἀμελέστατα χωρὶς τὸ παραμικρὸ ἐνδιαφέρον γιὰ τὴν ψυχή του. Κάποτε λοιπὸν συνέβη νὰ ἀσθενήσει πολὺ βαριὰ καὶ νὰ φθάσει στὸ σημεῖο ὥστε ἐπὶ μία ὥρα ἀκριβῶς νὰ φαίνεται ὅτι πέθανε. Συνῆλθε ὅμως πάλι, ὅποτε μᾶς ἱκετεύει ὅλους νὰ φύγουμε ἀμέσως.Καὶ ἀφοῦ ἔκτισε τὴν πόρτα τοῦ κελλιοῦ του, ἔμεινε κλεισμένος μέσα δώδεκα χρόνια, χωρὶς νὰ μιλήσει καθόλου μὲ κανέναν. Ὅλο αὐτὸ τὸ διάστημα δὲν γευόταν τίποτε ἄλλο, ἐκτὸς ἀπὸ ψωμὶ καὶ νερό. Καθόταν μόνον ἐκστατικὸς μπροστὰ σ’ ἐκεῖνα ποὺ εἶδε στὴν ἔκστασή του. Τόσο πολὺ σκεπτικός, ὥστε ποτὲ πλέον δὲν ἄλλαξε ἡ ἔκφρασή του. Ἦταν πάντοτε σὰν ἀφηρημένος, χύνοντας ἀθόρυβα καὶ συνεχῶς θερμὰ δάκρυα.Μόνον ὅταν πλησίασε ἡ ὥρα τοῦ θανάτου του, ἀποφράξαμε τὴν πόρτα καὶ εἰσήλθαμε μέσα. Καὶ ἀφοῦ πολὺ τὸν παρακαλέσαμε, τοῦτο μόνο μᾶς εἶπε: «Συγχωρῆστε μέ, ἀδελφοί.Αὐτὸς ποὺ γνώρισε τί σημαίνει μνήμη θανάτου, δὲν θὰ μπορέσει πλέον ποτὲ νὰ ἁμαρτήσει».Κι ἐμεῖς θαυμάζαμε βλέποντας τὸν ἄλλοτε ἀμελέστατο νὰ ἔχει μεταμορφωθεῖ τόσο ἀπότομα μὲ τὴν μακαριστὴ αὐτὴ ἀλλαγὴ καὶ μεταμόρφωση. Ἀφοῦ τὸν θάψαμε μὲ εὐλάβεια στὸ κοιμητήριο ποὺ βρίσκεται κοντὰ στὸ κάστρο, ὕστερα ἀπὸ μερικὲς μέρες ἀναζητήσαμε τὸ ἅγιό του λείψανο, ἀλλὰ δὲν τὸ βρήκαμε. Μὲ τὸ θαυμαστὸ αὐτὸ σημεῖο ὁ Κύριος πληροφόρησε πόσο εὐάρεστα δέχθηκε τὴν ἐπιμελημένη καὶ ἀξιέπαινη μετάνοιά του.
Ἡ μνήμη τοῦ θανάτου εἶναι ἕνα δῶρο τοῦ Θεοῦ στὸν ἄνθρωπο. Ὅπως γράφει ὁ ἀββὰς Ἰσαὰκ «ἡ πρώτη ἔννοια τὴν ὁποία τοποθετεῖ μέσα στὴν καρδιὰ τοῦ ἀνθρώπου ἡ θεία φιλανθρωπία καὶ ὁδηγεῖ τὴν ψυχὴ στὴν ζωή, εἶναι ἡ ἐνθύμηση τοῦ θανάτου.Στὸν λογισμὸ αὐτὸ ἀκολουθεῖ μὲ φυσικὸ τρόπο ἡ καταφρόνηση τοῦ κόσμου, καὶ ἀπὸ τὸ σημεῖο αὐτὸ ἀρχίζει στὸν ἄνθρωπο κάθε ἀγαθὴ κίνηση ποὺ τὸν ὁδηγεῖ στὴν ζωή...Τοῦτο τὸν λογισμὸ πολὺ τὸν μισεῖ ὁ σατανᾶς, καὶ προσπαθεῖ μὲ ὅλες τὶς δυνάμεις του νὰ τὸν ἐκριζώσει ἀπὸ τὸν ἄνθρωπο. Ἂν ἦταν δυνατόν, θὰ τοῦ ἔδιδε ὅλα τὰ βασίλεια τοῦ κόσμου, μόνο καὶ μόνο γιὰ νὰ ἐξαφανίσει ἀπὸ τὸν νοῦ του, μὲ τοὺς περισπασμούς, αὐτὸν τὸν λογισμό... Διότι γνωρίζει ὁ δόλιος ὅτι, ἐὰν ὁ λογισμὸς αὐτὸς παραμείνει στὸν ἄνθρωπο, δὲν στέκεται πιὰ ὁ νοῦς τοῦ σ’ αὐτὸν τὸν ψεύτικο κόσμο, οὔτε μποροῦν νὰ τὸν πλησιάσουν οἱ δαιμονικὲς πανουργίες».
Ἡ μελέτη τοῦ θανάτου καθαρίζει τὸν νοῦ ἀπὸ τὰ πάθη. Κατὰ τοὺς ἁγίους Πατέρας «ἐκεῖνος ποὺ ἐμπορεύεται σωστὰ τὸν χρόνο τῆς ζωῆς του καὶ ἀφιερώνει ὅλο τὸν καιρὸ στὴν ἔννοια καὶ τὴ μνήμη τοῦ θανάτου, κλέβοντας σοφὰ μὲ τὴν ἀπασχόληση αὐτὴ τὸν νοῦ του ἀπὸ τὰ πάθη, αὐτὸς καὶ τὶς συνεχεῖς δαιμονικὲς προσβολὲς εἶναι φυσικὸ νὰ τὶς βλέπει μὲ περισσότερη ὀξυδέρκεια ἀπὸ ἐκεῖνον ποὺ θέλει νὰ ζεῖ χωρὶς μνήμη θανάτου». Ἡ μελέτη αὐτὴ βοηθᾶ καὶ στὴν ἐκρίζωση τῶν παθῶν. Ὁ ὅσιος Ἰωάννης τῆς Κλίμακος γράφει ὅτι «ἡ ζωηρὴ μνήμη τοῦ θανάτου λιγοστεύει τὰ φαγητά. Καὶ ὅταν περικόπτονται μὲ ταπεινοφροσύνη τὰ φαγητά, κόπτονται μαζὶ καὶ τὰ πάθη».
Κάποιος ἐπιπόλαια σκεπτόμενος θὰ ἔλεγε ὅτι αὐτὰ ταιριάζουν στοὺς μοναχοὺς καὶ ὄχι στοὺς λαϊκούς. Καὶ εἶναι βέβαια γεγονὸς ὅτι ἡ μελέτη τοῦ θανάτου εἶναι ἀπαραίτητη ἐργασία τοῦ μοναχοῦ ποὺ ἔχει νεκρωθεῖ γιὰ τὸν κόσμο. Ὅμως ἡ ὠφέλεια ἀπὸ τὴν ἐργασία αὐτὴ εἶναι πολὺ μεγάλη καὶ γιὰ τοὺς ἐν τῷ κόσμω Χριστιανούς.
Α. Ὁ θάνατος εἶναι ὁ καλύτερος δάσκαλος τῆς ἀκτημοσύνης. Ὁ χριστιανὸς ποὺ διδασκόμενος ἀπὸ τὸν θάνατο θὰ καταλάβει τὸ νόημα τῆς ζωῆς, οὔτε γιὰ χρήματα θὰ στεναχωρεθεῖ, οὔτε γιὰ κληρονομικὰ θὰ μαλώσει, οὔτε ὅταν μὲ ὁποιονδήποτε τρόπο ἀδικηθεῖ θὰ λυπηθεῖ γιὰ τὸν ἑαυτό του. Γνωρίζει ὅτι τὰ ὑπάρχοντά του δὲν εἶναι δικά του, ἀφοῦ σύντομα θὰ τὰ ἀποχωριστεῖ. Τοῦ δόθηκαν γιὰ νὰ τὰ διαχειριστεῖ μὲ τὸν καλύτερο τρόπο, ὥστε νὰ ἀγοράσει μὲ τὰ φθαρτὰ χρήματα τὰ ἄφθαρτα ἀγαθά. Κατὰ τὸν ἅγιο Συμεών, ὅλα «τὰ πράγματα καὶ τὰ χρήσιμα ἀντικείμενα ποὺ ὑπάρχουν στὸν κόσμο εἶναι κοινὰ γιὰ ὅλους, ὅπως ἀκριβῶς τὸ φῶς καὶ ὁ ἴδιος ὁ ἀέρας ποὺ ἀναπνέουμε...Τὰ πάντα εἶναι σὲ ὅλους κοινὰ ὡς πρὸς τὴν χρήση τῆς ἀπολαύσεως, ἀλλ’ ὡς πρὸς τὴν κυριότητα δὲν ἀνήκουν σὲ κανέναν. Ὅμως ἡ πλεονεξία, ἀφοῦ εἰσῆλθε σὰν τύραννος στὴν ζωή, μοίρασε μὲ διάφορους τρόπους στοὺς ὑπηρέτες τῆς αὐτὰ ποὺ δόθηκαν ἀπὸ τὸν Δεσπότη κοινὰ σὲ ὅλους... καὶ ἀποστέρησε τοὺς ἄλλους ἀνθρώπους ἀπὸ τὴν ἀπόλαυση τῶν ἀγαθῶν του Θεοῦ. Βέβαια οἱ ὑπηρέτες καὶ δοῦλοι αὐτῆς τῆς τυράννου (της πλεονεξίας), διαδοχικὰ μὲ τὴν σειρὰ τοῦ ὁ καθένας, δὲν γίνονται κύριοι τῶν ὑπαρχόντων καὶ τῶν χρημάτων, ἀλλὰ πονηροὶ δοῦλοι καὶ φύλακες», διότι μὲ τὸν θάνατο τοὺς ἀφήνουν ἀναγκαστικά τους θησαυρούς τους σὲ ἄλλους. Ὅποιος λοιπὸν ἀπωθεῖ τὴν ἰδέα τοῦ θανάτου καὶ προσκολλᾶται μὲ ὅλη του τὴν ψυχὴ στὰ φθαρτά, ὑπάρχει ὁ φόβος νὰ ἀκούσει κάποια μέρα τὸν φοβερὸ λόγο: Ἄφρον, ταύτη τὴ νυκτὶ τὴν ψνχήν σου ἀπαιτούσιν ἀπό σου, ἃ δὲ ἠτοίμασας τίνι ἐσται;
Β. Ἡ μνήμη τοῦ θανάτου προξενεῖ στὸν πιστὸ Χριστιανὸ τὴν ὑπομονὴ στὴν κάθε θλίψη ποὺ συναντᾶ. Γνωρίζει ὅτι οὐκ ἔχει ὧδε μένουσαν πόλιν ἀλλὰ τὴν μέλλουσαν ἐπιζητεῖ, καὶ γι' αὐτὸ ὄχι μόνο δὲν γογγύζει στὶς δοκιμασίες καὶ ἀδικίες τοῦ προσωρινοῦ αὐτοῦ κόσμου, ἀλλὰ καὶ εὐχαριστεῖ τὸν Θεὸ ποὺ μὲ τὰ μέσα αὐτὰ τοῦ ἐξασφαλίζει τὴν αἰωνία ζωὴ . Ὅποιος φιλοσοφεῖ σωστὰ τὸ μυστήριο τοῦ θανάτου, ἀντιμετωπίζει σωστὰ καὶ ὅλα τὰ περιστατικὰ τῆς ζωῆς του. Λέγεται ὅτι ὁ τετραήμερος Λάζαρος μετὰ τὴν ἀνάστασή του δὲν γέλασε ποτέ, ἐνθυμούμενος τὰ ὅσα ἀντίκρισε στὸν Ἅδη.Μόνο μία φορὰ γέλασε ὅταν εἶδε κάποιον νὰ κλέβει μία στάμνα, καὶ εἶπε: Ὃ ἕνας πηλὸς κλέβει τὸν ἄλλο πηλό!
Γ. Τέλος, ἡ μελέτη τοῦ θανάτου εἶναι ἡ καλύτερη προετοιμασία γιὰ τὴν ἀναχώρηση ἀπὸ τὴν ζωὴ αὐτή. Τὸ Ἅγιο Πνεῦμα μᾶς διδάσκει: Πάντων τὸ τέλος ἤγγικε, σωφρονήσατε οὒν καὶ νήψατε εἰς τὰς προσευχᾶς. Ἡ γνωστὴ φράση"Πρέπει νὰ πεθάνεις πρὶν πεθάνεις, γιὰ νὰ μὴν πεθάνεις ὅταν πεθάνεις"δὲν εἶναι ἁπλὸ λογοπαίγνιο. Ἐκφράζει μία βαθειὰ ἀλήθεια. Πρὶν ἀπὸ τὸν σωματικό μας θάνατο πρέπει νὰ προηγηθεῖ ἡ νέκρωση τῶν παθῶν καὶ ἡ ἀποκόλληση ἀπὸ τὴν ματαιότητα τοῦ κόσμου, ἂν θέλουμε νὰ ἀποφύγουμε τὸν αἰώνιο θάνατο.
Ἱερομονάχου ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ: «Γίνεσθε ἕτοιμοι»
alopsis