Τα συστήματα barcode έχουν καθιερωθεί στις περισσότερες βιομηχανίες του κόσμου, από τα τρόφιμα και τις διανομές μέχρι την αεροπλοΐα και τους λογαριασμούς κινητής τηλεφωνίας, ηλεκτρικού ρεύματος, τραπεζών κ.α.
Ένα σύστημα barcode αποτελείται από έναν εκτυπωτή που δημιουργεί μια ετικέτα στην οποία εμφανίζονται διάφορα στοιχεία και οπωσδήποτε ο κωδικός του προϊόντος με γραμμική μορφή δηλαδή μαύρες ράβδους και λευκά διαστήματα διαφορετικού πλάτους. Η ανάγνωση της ετικέτας γίνεται με ένα αναγνώστη και η αποκωδικοποίηση από λογισμικό.
barcode0Η βασική αρχή λειτουργία έχει ως εξής: Μια δέσμη φωτός πέφτει στην ετικέτα και απορροφάται ή ανακλάται σε διαφορετική συχνότητα από τις μαύρες εκτυπωμένες μπάρες. Ένας αισθητήρας καταγράφει τα μήκη κύματος που δημιουργούνται και μετατρέπει τις καταγραφές σε ηλεκτρικό σήμα που αποκωδικοποιείται από ένα εξελιγμένο λογιστικό.
Μπορεί να ακουστεί υπερβολικό αλλά η χρήση των πρώτων συστημάτων barcode χρονολογείται στο 1932. Προφανώς η τεχνολογία έχει κάνει άλματα από τότε αλλά η βασική αρχή παραμένει η ίδια. Ο Wallace Flint, το 1932, επινόησε ένα αυτόματο σύστημα για τα ταμεία των παντοπωλείων που χρησιμοποιούσε διάτρητες κάρτες που διαβάζονταν από ένα υπολογιστικό σύστημα. Aυτή ήταν και η τεχνολογία των πρώτων ηλεκτρονικών υπολογιστών, αλλά η χρήση των διάτρητων καρτών περιορίστηκε στα ταμειακά συστήματα γιατί το ποσό των δεδομένων που μπορούσε να αποθηκεύσει η κάρτα ήταν περιορισμένο.
Αρκετά αργότερα, το 1948, ο Bernard και ο φίλος του Norman Joseph Woodland βελτίωσαν την τεχνολογία παρατηρώντας ότι ότι το υπεριώδες φως μπορούσε να χρησιμοποιηθεί για να ανιχνεύσει γραμμές από μελάνη. Το σύστημα ήταν αρκετά ακριβό αλλά και αναξιόπιστο λόγω της αστάθειας της μελάνης. Τον επόμενο χρόνο κατατέθηκε αίτηση ευρεσιτεχνίας για ένα ανάλογο σύστημα που χρησιμοποιούσε ομόκεντρους κύκλους και περίεγραφε όμως την αρχή της κωδικοποίησης με βάση το πάχος της γραμμής.
Το πρώτο barcode scanner με τη μορφή που το γνωρίζουμε σήμερα αναπτύχθηκε από το David J. Collins και την εταιρεία Computer Identics Corporation και αποτελείτο από μία ετικέτα με άσπρες και μαύρες ράβδους ποικίλου πλάτους και έναν αναγνώστη laser. Οι πρώτες εφαρμογές ήταν στη ναυτιλία.
Το πρώτο barcode scanner μαζικής παραγωγής βγήκε στην αγορά το 1969 και έκανε χρήση του συστήματος κωδικοποίησης UGPIC, ενώ το 1970 η National Association of Food Chains (NAFC) καθιέρωσe τη χρήση ενός 12ψήφιου κωδικού.
Το πρώτο προϊόν που σαρώθηκε με αναγνώστη barcode ήταν ένα πακέτο τσίχλες στο σουπερμάρκετ Marsh των Η.Π.Α.
Σήμερα υπάρχουν πολλές διαφορετικές παραλλαγές αυτή της τεχνολογίας χάρη στην εξέλιξη των οπτικών αισθητήρων (laser), των ηλεκτρονικών κυκλωμάτων (που μειώνονται συνεχώς σε μέγεθος) και των συστημάτων βάσεων δεδομένων που γίνονται όλο και πιο πολύπλοκα. Στη πράξη ωστόσο, και αν εξαιρέσουμε τις πολύ μικρές επιχειρήσεις, οι περισσότερες εταιρείες χρησιμοποιούν αναγνώστες laser και εκτυπωτές θερμικής εκτύπωσης (thermal printers). Ο συνδυασμός των δύο αυτών τεχνολογιών προσφέρει πολύ σημαντικά πλεονεκτήματα.
Οι laser αναγνώστες μπορούν να ανιχνεύουν από πολύ μεγαλύτερη απόσταση και σε πολλές διαφορετικές γωνίες. Αυτό μειώνει την ανάγκη μετακίνησης του χειριστή του αναγνώστη και είναι ιδιαίτερα χρήσιμος σε γραμμές παραγωγής, στους “ταινιόδρομους”.
Η χρήση εκτυπωτών θερμικής εκτύπωσης είναι και θέμα συσκευασίας, αλλά αυτοί οι εκτυπωτές μπορούν να εκτυπώσουν πάνω σε συνθετικά υλικά τα οποία είναι πιο ανθεκτικά στη φθορά, στη διάβρωση και στην υγρασία.
Η επιλογή ενός συστήματος barcode (εκτυπωτές, scanner) γίνεται με καθαρά τεχνικά κριτήρια όπως ο όγκος προϊόντων, πλήθως σαρώσεων, οι προδιαγραφές των προϊόντων. Ο πιο κατάλληλος για να συμβουλεύσει μια εταιρεία, είναι ο προμηθευτής του συστήματος λόγω της ειδικότερης γνώσης των εφαρμογών στην πραγματική αγορά.
πηγή