Ισαάκ ο Σύρος
ΤΙ ΕΙΝΑΙ Η ΕΥΧΗ ΚΑΙ Η ΤΑΠΕΙΝΩΣΗ
ΚΑΙ ερωτήθηκε πάλι τι είναι ευχή;
Και απάντησε: Είναι απαλλαγή και σχόλασμα της διανοίας από όλα τα εδώ πράγματα, και καρδιά πού έστρεψε τελείως την δράση της με πόθο προς την ελπίδα των μελλόντων αγαθών. Όποιος διαχωρίζεται άπ' αυτήν την ελπίδα σπείρει στον αγρό του ανάμικτο σπόρο, σαν εκείνον πού ζευγνύει μαζί ένα βόδι με έναν όνο.
Ερωτήθηκε πάλι, πώς μπορεί ν' αποκτήσει κανείς ταπείνωση;
Και είπε: Με την αδιάλειπτη μνήμη των παραπτωμάτων και την αναμονή του προσεγγίζοντος θανάτου, με την ευτελή ενδυμασία και την προτίμηση της τελευταίας θέσεως σε κάθε περίσταση, με το να αναλαμβάνει πάντοτε τα κατώτερα και ταπεινωτικά έργα, με την υπακοή και την αδιάλειπτη σιωπή, με την αντιπάθεια προς τις συνάξεις και την επιθυμία να είναι άγνωστος και καταφρονημένος• με το να μη κατέχει πράγματα πολύτιμα, να μισή την συντροφιά των πολλών προσώπων και να αποφεύγει τα κέρδη.
Και έπειτα, με το να κράτη την διάνοια του επάνω από κάθε μομφή και κατηγορία για κάθε άνθρωπο και από την ζηλοτυπία• με το να μη είναι το χέρι του εναντίον όλων ούτε το χέρι όλων εναντίον του, αλλά να περιορίζεται μόνο στα δικά του πράγματα απομονωμένος να μη φροντίζει για τίποτε στον κόσμο, πλην του εαυτού του. Με λίγα λόγια, ή ξενιτιά, ή πτώχεια και ή άπομόνωσις, αυτά είναι πού γενούν την ταπείνωση και καθαρίζουν την καρδιά.
Τό σημείο εκείνων πού έφθασαν στην τελειότητα είναι τούτο. Αν παραδοθούν δέκα φορές την ήμερα να καούν για την αγάπη προς τους ανθρώπους, δεν χορταίνουν με αυτό. Όπως είπε ό Μωϋσής στον Θεό, «αν πρόκειται να τους συγχώρησης την αμαρτία, συγχώρεσε την, αλλιώς, εξάλειψε κι' εμένα από την βίβλο πού με έγραψες». Και όπως λέγει ό μακάριος Παύλος, «θα ευχόμουν ν' αποχωρισθώ από τον Χριστό χάριν των αδελφών μου» και τα λοιπά: και πάλι, «τώρα χαίρομαι μέσα στις θλίψεις για σας τους εθνικούς»: Και οί υπόλοιποι άλλωστε Απόστολοι, αντί του πόθου της ζωής των ανθρώπων δέχθηκαν με παντοειδείς τρόπους τον θάνατο
Τέλος όλων αυτών μαζί είναι ότι ό Θεός και Κύριος, ό όποιος από αγάπη προς την κτίσι παρέδωσε σε θάνατο δια του σταυρού τον ίδιο τον Υιό του. «Διότι τόσο πολύ αγάπησε ό Θεός τον κόσμο, ώστε να παραδώσει τον Υιό του σε θάνατο για χάρι του» Όχι ότι δεν μπορούσε με άλλο τρόπο να μας λύτρωση, αλλά θέλησε με αυτό να μας δείξει την υπερβολική του αγάπη. Έτσι με τον θάνατο του μονογενούς του Υιού μας προσήγγισε προς τον εαυτό του, και αν είχε κάτι πολυτιμότερο, θα το έδιδε, για να ευρεθεί μέσα σ' αυτόν το γένος μας δι' αυτού. Και από την πολλή του αγάπη δεν θέλησε να εκβίαση την ελευθερία μας, αν και μπορούσε να το κάμη, άλλα θέλησε να τον πλησιάσομε με την αγάπη του φρονήματος μας. Και ό ίδιος ό Κύριος υπήκουσε στον Πατέρα του από την αγάπη του για μας, ώστε να δεχθεί στον εαυτό του την ύβρη και την λύπη ευχαρίστως, όπως λέγει ή Γραφή: «αντί της χαράς πού μπορούσε να έχη, υπέμεινε σταυρό περιφρονώντας την ατίμωση». Γι' αυτό ό Κύριος κατά την νύκτα πού παραδινόταν είπε• «τούτο είναι το σώμα μου πού δίδεται για την ζωή του κόσμου, και τούτο είναι το αίμα μου πού χύνεται υπέρ των πολλών για την άφεση των αμαρτιών». Και για μας πάλι λέγει, «εγώ προσφέρω θυσία τον εαυτό μου».
Έτσι και όλοι οι άγιοι φθάνουν σ' αυτήν την τελειότητα, όταν τελειοποιηθούν, και αφομοιώνονται με τον Θεό με την υπερεκχείλιση της αγάπης των και της φιλανθρωπίας προς όλους. Και τούτο το σημείο επιδιώκουν να έχουν οι άγιοι, για να αφομοιωθούν με τον Θεό, το να έχουν τέλεια αγάπη προς τον πλησίον. Έτσι έκαμαν και οι πατέρες μας μονασταί, ώστε να επιτυγχάνουν πάντοτε εκείνη την τελειότητα και ομοίωση, την γεμάτη από την ζωή του Κυρίου Ιησού Χριστού.
Ο μακάριος Αντώνιος, λέγουν, ποτέ δεν συνήθιζε να κάμει κάτι πού ωφελούσε περισσότερο αυτόν από τον πλησίον του, διότι είχε την βεβαιότητα ότι το κέρδος του πλησίον του είναι αρίστη εργασία του επίσης λέχθηκε περί του αββά Αγάθωνος ότι έλεγε Ήθελα να εύρω ένα λεπρό, να πάρω το σώμα του και να του δώσω το δικό μου. Είδες τέλεια αγάπη; Ακόμη και όχι με ανθρώπινο βάδισμα, διότι δεν βλέπουν στερεά οδό και δεν εμφανίζονται εμπρός των βουνά και χείμαρροι, αλλά «τα τραχέα εδάφη γίνονται γι' αυτούς ομαλοί δρόμοι» και τα λοιπά διότι βλέπουν πάντοτε τον κόλπο του Πατέρα τους.
Αύτή ή ελπίδα τους δείχνει σαν με το δάκτυλο της σε κάθε στιγμή εκείνα πού ευρίσκονται μακριά και, ενώ είναι αόρατα, αυτοί τα βλέπουν σαν να είναι μέσα τους μυστικώς με τον κρυφό οφθαλμό της πίστεως. Και επειδή πυρώνονται τα μέρη της ψυχής, σαν με φωτιά, με τον πόθο των απομακρυσμένων φαίνονται σ' αυτούς και τα απόντα ως παρόντα διότι προς τα εκεί εκτείνεται ή φορά των λογισμών τους, και επείγονται πότε να φθάσουν εκεί.
Και όταν πλησιάζουν στην εκτέλεση κάθε αρετής, δεν την ενεργούν μερικώς, αλλά τις ενεργούν όλες ομαδικώς. Διότι δεν εκτελούν την πορεία τους δια της βασιλικής οδού, όπως όλοι, άλλα επιλέγουν σύντομα μονοπάτια αυτοί οί γίγαντες για τον εαυτό τους, από τα όποια πορεύονται γρήγορα προς τις μονές. Πράγματι αυτή ή ελπίδα τους πυρώνει σαν με φωτιά και δεν μπορούν να σταματήσουν τον συνεχή γρήγορο δρόμο από την χαρά τους. Και τους συμβαίνει εκείνο πού ελέχθη ότι συνέβη στον μακάριο Ιερεμία• «είπα, δεν θα τον ενθυμηθώ ούτε θα μιλήσω στο όνομα του και παρουσιάσθηκε στην καρδιά μου κάτι σαν φωτιά αναμμένη πού διεισδύει στα οστά μου». Τέτοια είναι ή ανάμνησης του Θεού στις καρδιές αυτών πού μεθούν από την ελπίδα των επαγγελιών του.
Τα σύντομα μονοπάτια των αρετών είναι οί περιεκτικές αρετές διότι αυτές δεν έχουν μακρινή απόσταση πολλών δρόμων ασκήσεως πού οδηγούν εδώ και εκεί, ούτε επιδέχονται τόπο και χρόνο και διασκορπισμό, αλλά σηκώνονται αμέσως και τελειώνουν τον δρόμο.
ΦΙΛΟΚΑΛΙΑ ΤΩΝ ΝΗΠΤΙΚΩΝ ΚΑΙ ΑΣΚΗΤΙΚΩΝ ΙΣΑΑΚ ΤΟΥ ΣΥΡΟΥ ΛΟΓΟΙ ΑΣΚΗΤΙΚΟΙ -ΞΒ-ΠΣΤ-
ΠΑΤΕΡΙΚΕΣ ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ Ο ΠΑΛΑΜΑΣ.
ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ 1991