Έζησε στα χρόνια του Ναβουχοδονόσορα, κατά τον έκτο αιώνα π.Χ. (κατ' άλλους το 477π.Χ.). Ό πατέρας του ήταν Ιερέας και ονομαζόταν Βουζί. Ή ανατροφή του Ιεζεκιήλ υπήρξε πολύ επιμελημένη, μέσα στα πλαίσια 1 των αυστηρών ηθών της πατροπαράδοτης θρησκείας. Ήταν αμείλικτος εχθρός κάθε κακίας και αμαρτίας και ήλεγχε με θάρρος τους υπερόπτες και αλαζονικούς άρχοντες. Ό Ιεζεκιήλ ήταν πολύ αγαπητός στο λαό και πολλοί προσέρχονταν σ' αυτόν, ακόμα και πρεσβύτεροι Ιουδαίοι, για να ζητήσουν τις συμβουλές του. Οι προφητείες του αναφέρονται κυρίως στην καταστροφή της Ιερουσαλήμ και μετά. Ή παράδοση αναφέρει ότι ό Ιεζεκιήλ φονεύθηκε από τη φυλή του Γάδ, επειδή ήλεγχε τις ειδωλολατρικές τους ροπές. Τάφηκε στη σημερινή Βαγδάτη του Ιράκ. "Ας αναφέρουμε, όμως, μερικά λόγια του προφήτη, πού δίνουν αθάνατα μηνύματα ζωής αιωνίου: "Και έγένετο λόγος Κυρίου προς με λέγων... ότι πάσαι αϊ ψυχαί έμαί είσίν ... ή ψυχή ή άμαρτάνουσα, αυτή άποθανείται. Ό δε άνθρωπος ός έσται δίκαιος, ό ποιών κρίμα και δικαιοσύνην ... ζωή ζήσεται, λέγει Κύριος"1. Δηλαδή, ό Κύριος μίλησε σε μένα, λέει ό Ιεζεκιήλ, και είπε: "κάθε ζωή ανθρώπου είναι δική μου. Αυτός πού αμαρτάνει, αυτός και θα τιμωρηθεί με θάνατο. Ό άνθρωπος, όμως, πού είναι δίκαιος, αυτός πού τηρεί τις εντολές μου και φέρεται με δικαιοσύνη, αυτός θα ζήσει αιώνια, λέγει ό Κύριος". 1. Ιεζεκιήλ, ιη' 1-9.
Άπολυτίκιον. Ήχος γ'. Θείας πίστεως. Θείου Πνεύματος, τη έπιπνοία, προκατήγγειλας, Θεού Προφήτα, έσομένων μυστηρίων την έκβασιν την του Σωτήρος απόρρητον κένωσιν, και αιωνίων νεκρών την άνάστασιν Ιεζεκιήλ ένδοξε, Χριστόν τον Θεόν ικέτευε, δωρήσασθαι ημίν το μέγα έλεος.
Μαρτύρησε το έτος 62 μ.Χ. Έκανε το επάγγελμα του οπλοποιού και άνηκε στους ένθερμους Χριστιανούς των χρόνων εκείνων. Όταν κάποτε στη Ραβέννα ήταν παρών στα βασανιστήρια κάποιου γιατρού, Ούρσικίνου ονομαζόμενου, ταράχτηκε και με δυνατή φωνή ενθάρρυνε τον γιατρό στο μαρτύριο. Με αποτέλεσμα ό γιατρός να υποστεί με γενναιότητα το μαρτύριο. Τότε ό δικαστής Παυλίνος διέταξε να συλλάβουν τον Βιτάλιο και να τον βασανίσουν. Γεμάτος από αίματα, ό Βιτάλιος, όδηγήθηκε σ' ένα βαθύ λάκκο, όπου τον θανάτωσαν ρίχνοντας του μεγάλες πέτρες. Άλλα ή θεία δίκη δεν άργησε να έλθει. Τον Βιτάλιο κατάγγειλε στον Παυλίνο κάποιος Ιερέας των ειδώλων, πού και αυτός ήταν εκεί και έριχνε πέτρες στον Βιτάλιο. Ξαφνικά όμως, τον κατέλαβε δαιμόνιο και με σπασμούς φώναξε με άγρια φωνή: "Βιτάλιος ό μάρτυς του Χρίστου με κατακαίει σκληρά" και στην παραφροσύνη του ρίχτηκε στο ρεύμα του κοντινού ποταμού και πνίγηκε.
Υπήρξε μαθητής και ακόλουθος του αποστόλου Πέτρου, τον οποίο ακολούθησε από την Αντιόχεια στη Ρώμη. Έπειτα ό ίδιος ό απ. Πέτρος τον χειροτόνησε επίσκοπο Ραβέννας. Εκεί ό Άπολλινάριος εργάστηκε με πολύ ζήλο για τη διάδοση του Ευαγγελίου και κατόρθωσε τον φωτισμό πολλών ειδωλολατρών, με αποτέλεσμα οι Ιερείς των ειδώλων να τον συλλάβουν και να τον κακοποιήσουν. 'Αργότερα ό Άπολλινάριος θεράπευσε με τη χάρη του Θεού, τον Βονιφάτιο, διακεκριμένο μέλος της κοινωνίας της Ραβέννας, πού ήταν κωφάλαλος και την κόρη του, πού έπασχε από δαιμόνιο. Το γεγονός αυτό, έφερε πολλούς ειδωλολάτρες στην πίστη του Χρίστου και ο'ι ιερείς των ειδώλων, άφοϋ τον συνέλαβαν τον βασάνισαν σκληρά. Έπειτα ό Απολλινάριος αναχώρησε στην Αιμυλία, όπου άνέστησε την κόρη του πατρικίου Ρουφίνου, πού ολόκληρη ή οικογένεια του προσήλθε στον Χριστό. Τότε ό έπαρχος της πόλης, αφού τον βασάνισε τον έβαλε σ' ένα πλοίο για να τον εξορίσει. Το πλοίο όμως ναυάγησε, ό Απολλινάριος σώθηκε, βγήκε στη Μοισία της Θράκης και από 'κει επέστρεψε στη Ραβέννα. Μόλις έφτασε τον συνέλαβαν και τον έκλεισαν στη φυλακή με την ευθύνη κάποιου εκατόνταρχου. Ό εκατόνταρχος όμως ήταν χριστιανός και τον άφησε να φύγει. Όταν το έμαθαν αυτό οι Ιερείς των ειδώλων, έστειλαν ανθρώπους τους, οι όποιοι τον πρόλαβαν στο δρόμο και τον χτύπησαν τόσο άγρια, ώστε το σώμα του παραμορφώθηκε πνιγμένο στα αίματα. Τον νόμισαν πεθαμένο και τον άφησαν, αλλά χριστιανοί τον παρέλαβαν και τον περιποιήθηκαν. Μετά επτά ήμερες όμως, άφοϋ ευλόγησε τα πνευματικά του παιδιά, παρέδωσε την αγία του ψυχή στον στεφανοδότή Θεό.
-----------------------------------------------------------------------------------------Οσία Αννα ή Σωσάνα
Η ΟΣΙΑ ΑΝΝΑ ή εν τω Λευκαδίω (ή Λευκάτη)
Υπήρξε στα χρόνια του βασιλιά Θεοφίλου του εικονομάχου (829-842) και ήταν κόρη πλούσιας και επίσημης οικογένειας. Ή 'ίδια είχε άφθονα σωματικά και πνευματικά χαρίσματα διότι ανατράφηκε εν παιδεία και νουθεσία Κυρίου. Μετά τον θάνατο των γονέων της, έγινε κληρονόμος της μεγάλης πατρικής περιουσίας, πού μέρος της διαμοίρασε στους φτωχούς. Άλλα την ωραία αυτή κόρη, αγάπησε κάποιος Άγαρηνός, πού διέμενε στην Κωνσταντινούπολη και τη ζήτησε σε γάμο, με την συγκατάθεση του βασιλιά Βασιλείου. Ή Άννα δεν δέχτηκε και με δάκρυα προσευχόταν στον Θεό να την απαλλάξει απ' αυτόν τον πειρασμό. Πράγματι ό Θεός άκουσε τις προσευχές της και ό Άγαρηνός πέθανε. Τότε ή Άννα, εντάχθηκε σε κάποιο μοναστήρι της Κων/πολης, όπου επιδόθηκε σε σκληρότατη άσκηση και προσευχή. Έτσι ασκητικά αφού πέρασε για 50 χρόνια, μετά από βραχύχρονη ασθένεια, παρέδωσε την μακαριά ψυχή της στο Θεό. Το δε τίμιο λείψανο της, μετά από χρόνια όταν έκτάφηκε, βρέθηκε σώο και εύωδίαζε ολόκληρο θεία ευωδιά, και έκανε πολλά και διάφορα θαύματα.
Ή Πελαγία ήταν κόρη του παπά Νικηφόρου Νεγρεπόντη. Ή μητέρα της ήταν από Κ τον Τριπόταμο της Τήνου και άνηκε στην 1 οικογένεια Φραγκούλη. Γεννήθηκε το 1752 στο χωριό Κάμπο της Τήνου και το κοσμικό της όνομα ήταν Λούκια. Από διάφορα έγγραφα φαίνεται ότι είχε ακόμα τρεις αδελφές. Ή οικογένεια της διακρινόταν για την αγνή πίστη και την προσήλωση στα θρησκευτικά ιδεώδη. Λίγα χρόνια μετά τη γέννηση της Λουκίας ό πατέρας της πέθανε. Ήταν τότε 12 χρονών και έδειχνε σημάδια έντονης επιθυμίας να αφιερωθεί και να υπηρετήσει το θέλημα του Θεού. ΟΙ δυσκολίες της ζωής έκαναν την μητέρα της να τη στείλει στον Τριπόταμο, στην κάπως πιο ευκατάστατη αδελφή της. Εκεί ή Λούκια έμεινε τρία χρόνια και συχνά επισκεπτόταν την άλλη θεία της, πού ήταν μοναχή στη Μονή Κεχροβουνίου. Ένοιωσε τότε επιτακτική την ανάγκη ν' ακολουθήσει τον μοναχικό βίο και σε ηλικία 15 χρονών μπήκε στο Μονστήρι σαν δόκιμη, υπό την επίβλεψη της θείας της μοναχής Πελαγίας. Όταν ήλθε ή ώρα έγινε και ή ίδια μοναχή με το όνομα Πελαγία. Ως μοναχή αφοσιώθηκε με ψυχή και σώμα στην λατρεία του Θεού και στην ανακούφιση των πασχόντων. Ή αγνότητα της ψυχής της, ή όσιότητα της ζωής της, ή αυταπάρνηση της, ή μυστική ζωή της κι ό πόθος της για λύτρωση συντέλεσαν ώστε ή μοναχή Πελαγία να γίνει το "σκεύος εκλογής" για ν' αποκαλυφθεί σ' αυτήν ή Παναγία για την εύρεση της Αγίας εικόνας της στον αγρό του Δοξαρά στην πόλη της Τήνου (30 Ιανουαρίου 1823), γεγονός πού έμελλε να κάμει την Τήνο ιερό νησί και να κατατάξει την Πελαγία μεταξύ των Αγίων. Το γεγονός δε αυτό συνέβη όταν ή Όσια ήταν 73 χρόνων και αρχιερέας Τήνου ήταν ό Γαβριήλ. Ή Όσια Πελαγία έκανε, με τις πρεσβείες της Παναγίας και τη χάρη του Θεού, αρκετά θαύματα πριν και μετά τον θάνατο της, ό όποιος ήλθε στις 28 Απριλίου 1834 και τάφηκε στο ναό των Ταξιαρχών του μοναστηριού. Το 1973 όμως, κτίστηκε μεγαλοπρεπής ναός στο όνομα της, όπου φυλάσσεται και προσκυνείται ή αγία κάρα της σήμερα. Ανακηρύχτηκε αγία με Συνοδική Πατριαρχική Πράξη στις 11 Σεπτεμβρίου 1970 και ή μνήμη της ορίστηκε να τιμάται στις 23 Ιουλίου, την ήμερα δηλ. του οράματος της.
Άπολυτίκιον. Ήχος δ'. Ταχύ προκατάλαβε Άμέμτπως έβίωσας εν εγκράτεια πολλή και πόνοις ασκήσεως και εν αγάπη θερμή, Πελαγία Θεόληπτε. Όθεν την Θεοτόκον έπαλλήλως κατείδες, μηνύουσάν σοι Εικόνος την άνεύρεσιν ταύτης. Ην πρέσβευε, Αγία Μήτερ, υπέρ των τιμώντων σε.